Τετάρτη 12 Απριλίου 2023

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΙΒΗΡΙΤΗΣ: ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΑ ΣΕΠΤΑ – ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΤΑΥΡΩΣΙΝ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ



 ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΙΒΗΡΙΤΗΣ: Ο θυμόσοφος Ορθόδοξος Ελληνικός λαός, προκειμένου να έχη εις την μνήμην του τα θεία γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδος, συνώψισε ταύτα εις το παρελθόν με τον κατωτέρω ευφυή τρόπον.

Μεγάλη Δευτέρα: «ο Χριστός πάει πέρα» [= εις την Γεθσημανήν διά προσευχήν].

Μεγάλη Τρίτη: «ο Χριστός εκρίθη» [= ήγγικεν η ώρα αυτού].

Μεγάλη Τετάρτη: «ο Χριστός επιάσθη» [= συνελήφθη υπό ανόμων ανδρών].

Μεγάλη Πέμπτη: «ο Χριστός επέμφθη» [= ενώπιον του παρανόμου Συνεδρίου].

Μεγάλη Παρασκευή: «ο Χριστός θα Σταυρωθή» [= εις τον τόπον του Γολγοθά].

Μεγάλο Σαββάτω: «ο Χριστός στον Τάφο» [= εις το εκ πέτρας μνημείον].

Μεγάλη Κυριακή: «ο Χριστός θα Αναστηθή» [= ο Χριστός θα εγερθή τριήμερος].

Κορύφωσιν των γεγονότων αποτελούν τα Φρικτά και Σωτήρια Πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού:

Αφού ανέτειλεν η εικοστή τρίτη του Μαρτίου, ημέρα της εβδομάδος Παρασκευή, απεστάλη ο Ιησούς δέσμιος από του Καιάφα προς τον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας Πόντιον Πιλάτον το όνομα· όστις πολυτρόπως ανακρίνας τον Κύριον, και άπαξ και δις ομολογήσας τούτον αθώον, προς ευχαρίστησιν κατόπιν των Ιουδαίων εψήφισεν άδικον κατ’ αυτού θάνατον. Είτα δε φραγγελώσας ως δούλον φυγάδα τον Δεσπότην του παντός, παρέδωκε τούτον εις το σταυροθήναι.

Εντεύθεν ο Ιησούς, παραδοθείς εις τους στρατιώτας, εγυμνώθη των ιματίων αυτού, ενεδύθη χλαμύδα κοκκίνην, εστεφανώθη ακάνθας, εσκηπτροφόρησε κάλαμον, επροσκυνήθη χλευαστικώς, ενεπτύθη, εκρούσθη κατά του προσώπου και της κεφαλής.

Ακολούθως, ενδυθείς πάλιν τα εαυτού ιμάτια και βαστάζων τον Σταυρόν, ήλθεν εις τον Γολγοθάν, τόπον της καταδίκης, βλασφημούμενος υπό των παραπορευομένων και μυκτηριζόμενος υπό των αρχιερέων. Εκεί, περί ώραν τρίτην της ημέρας, εσταυρώθη μεταξύ δύο ληστών και εποτίσθη υπό των στρατιωτών με όξος μεμιγμένον μετά χολής.

Περί δε την ενάτην ώραν, κράξας φωνή μεγάλη και ειπών: «τετέλεσται», εξέπνευσεν «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», καθ’ ην ώραν πανσελήνου ούσης της ημέρας, εσφάζετο κατά τον νόμον ο πασχάλιος αμνός, ο εις τύπον αυτού διαταχθείς τοις Ιουδαίοις προ 1043 ετών.

Τον Δεσποτικόν τούτον θάνατον και η άψυχος κτίσις πενθούσα έτρεμε και ηλλοιώθη εκ του φόβου· αλλ’ ο Δημιουργός της κτίσεως, και νεκρός ήδη ων ελογχίσθη προσέτι και εις την ακήρατον αυτού πλευράν, εκ της οποίας έρρευσεν αίμα και ύδωρ.

Ότε, λοιπόν, επί του Σταυρού απέθανεν ο Θεός, ο Σωτήρ της ανθρωπότητος, τότε το Σύμπαν κατελήφθη υπό ζοφερού σκότους, αφού πρώτον εδονίσθη ισχυρώς και εσείσθη, ως να διεμαρτύρετο διά το μέγα ανοσιούργημα, το οποίον η αείποτε αχάριστος ανθρωπότης εξετέλεσε. Καθώς μας πληροφορούν αι Αποστολικαί Διαταγαί (βιβλ. ε ́, κεφ. ιζ ́), αλλά και πολλοί Πασχαλιολόγοι, κατά την ημέραν της Σταυρώσεως του Κυρίου ήτο η εαρινή ισημερία· ήτοι, η ημέρα είχε 12 ώρας και 12 η νυξ.

Ο σπουδαίος Έλλην φυσιοδίφης Άγιος Διονύσιος ο Αεροπαγίτης, όστις είδεν ιδίοις όμμασι τα φαινόμενα, ευρισκόμενος τότε εις την Ηλιούπολιν της Αιγύπτουκαι εκείνην την ημέραν ήτο πανσέληνος, προεμάντευσε και είπεν: «Άγνωστος σαρκί πάσχει Θεός δι’ ον το παν εξόφωταί τε και σεσάλευται», ως γράφει ο Μιχαήλ Σύγγελος εις το εγκώμιον δι’ αυτόν. Αλλ’ ιδού τι έγραφεν ο Άγιος Διονύσιος προς τον Άγιον Πολύκαρπον Σμύρνης: «Είπε δε αυτώ (τω Απολλοφάνει μείναντι εν τη απιστία) τι λέγεις περί της εν τω σωτηρίω Σταυρώ

γεγονυίας εκλείψεως; αμφοτέρω γαρ τότε κατά Ηλιούπολιν άμα παρόντες τε και συνεστώτες, παραδόξως τω ηλίω την σελήνην εμπίπτουσαν εωρώμεν (ου γαρ ην συνόδου καιρός» (βλ. PG 3, 1081).

Κατά τους νόμους της φύσεως, όταν έχομεν πανσέληνον, είναι αδύνατον ο ήλιος να συμπορεύηται με την σελήνην, διότι οι δύο ούτοι φωστήρες ευρίσκονται εν σχέσει με την γην εις αντίθετον εκ διαμέτρου θέσιν.

Όταν δηλαδή ο ήλιος ευρίσκεται εις το επάνω μέρος από τον μεσημβρινόν της γης, εις το ζενίθ, η σελήνη

ευρίσκεται εις ευθείαν γραμμήν κατά διάμετρον εις το κάτω της γης σημείον του ουρανού, δηλ. εις το ναδίρ, και αντιστρόφως. Επίσης, εάν ο ήλιος ευρίσκεται εις την ανατολήν, η σελήνη ευρίσκεται εις την δύσιν και αντιστρόφως.

Κατά την Σταύρωσιν όμως του Κυρίου, οι φυσικοί ούτοι νόμοι μετεβλήθησαν και εγένετο σύνοδος ηλίου και σελήνης, υπερφυσική και παράδοξος. Πέραν τούτου, ηκολούθησαν και έτερα θαυμαστά:

Η σελήνη, αφού διήνυσε δώδεκα ολοκλήρους ώρας πορείας εις μίαν μόνον στιγμήν εισήλθεν έμπροσθεν του ηλίου, κατά την έκτην ώραν της ημέρας, καθ’ ην εσταυρώθη ο Κύριος, και ούτως οι δύο φωστήρες συνευρέθησαν.

Όταν η σελήνη έφθασεν εις τον ήλιον, ολόκληρος ο δίσκος αυτής όστις ήτοεστραμμένος προς την γην έμεινε τελείως αφώτιστος, αφού εστερήθη ουχί μόνον του φωτός του ηλίου, αλλά και του ιδικού της· ούτω κατέστη περισσότερον σκοτεινή και ζοφώδης.

Επειδή δε η σελήνη ήτο πανσέληνος και αφώτιστος και εσκέπασε όλον τον δίσκον του ηλίου, τον έκαμε να χαθή και να γίνη αόρατος από τους οφθαλμούς των ορόντων τον ουρανόν· όθεν, εφάνησαν εις αυτόν όλοι σχεδόν οι αστέρες και η φωτεινή μεσημβρία της Μεγάλης Παρασκευής μετεβλήθη εις βαθύτατον μεσονύκτιον.

Εις την συνέχειαν, η συσκότισις αύτη του ηλίου εγένετο παγκόσμιος και οικουμενική, πράγμα το οποίον ουδέποτε συμβαίνει όταν γίνεται φυσική σύνοδος του ηλίου και της σελήνης, διά τούτο και οι τρεις Ευαγγελισταί γράφουν ομοφώνως, ότι: «Από δε έκτης ώρας σκότος εγένετο επί πάσαν την γην έως ώρας ενάτης» (Ματθ. κζ ́ 45)· «Σκότος εγένετο εφ’ όλην την γην έως ώρας ενάτης» (Μαρκ. ιε ́ 33)· « Ην δε ωσεί ώρα έκτη και σκότος εγένετο εφ’ όλην την γην έως ώρας ενάτης, του ηλίου εκλείποντος, και εσχίσθη το καταπέτασμα του ναού εις το μέσον…» (Λουκ. κγ ́ 44-45).

[Σημειωτέον, ότι η έκτη Εβραική ώρα είναι ιδική μας δωδεκάτη (12η) μεσημβρινή, και η ενάτη Εβραική ώρα είναι η ιδική μας τρίτη (3η ) μ.μ].

Έτερον θαυμαστόν και παράδοξον γεγονός είναι, ότι η σελήνη, αφού εσκέπασε ολόκληρον τον δίσκον του ηλίου, ηκολούθησε την μετ’ αυτού πορείαν προς την δύσιν, εξακολουθούσα να τον σκεπάζη επί τρεις ολοκλήρους ώρας μέχρι της ενάτης, κατά τους Ευαγγελιστάς. Το δε καταπληκτικόν είναι, ότι η σελήνη δεν

εσκέπασε τον δίσκον του ηλίου ολίγον κατ’ ολίγον, καθώς συμβαίνει εις τας φυσικάς εκλείψεις, αλλ’ αμέσως όλον τον δίσκον επί τρεις συνεχείς ώρας, γεγονός το οποίον είναι όντως υπερφυές και παράδοξον.

Αφού η σελήνη εσκέπασε τον ήλιον επί τρεις ώρας, τον ξεσκέπασε πάλιν κατά τρόπον αντίθετον προς την φυσικήν τάξιν· διότι όταν γίνεται φυσική συνάντησις των δύο τούτων αστέρων και σκοτίζεται ο ήλιος, το μεν πρώτον μέρος το οποίον σκοτίζεται, εκείνο πάλιν φωτίζεται. Τότε όμως συνέβη το εξής παράδοξον. Το μεν

πρώτον μέρος του ηλίου, το οποίον εγένετο σκοτεινόν, τούτο εφωτίσθη τελευταίον.

Επίσης, το τελευταίον μέρος του ηλίου, το οποίον εγένετο σκοτεινόν, τούτο εφωτίσθη πρώτον· δηλ., η σελήνη, αφού εσκέπασεν ολόκληρον τον δίσκον του ηλίου, τον ηκολούθησεν ούτω προς την δύσιν επί τρεις ολοκλή-ρους ώρας, έως της ενάτης ώρας, καθ’ ην εξέπνευσεν ο Κύριος. Διά το θείον τούτο γεγονός, έγραφεν ο Άγιος Διονύσιος προς τον Άγιον Πολύκαρπον: «και αύθις ουκ εκ του αυτού και την έμπτωσιν και την ανακάθαρσιν, αλλ’ εκ του κατά διάμετρον εναντίου γεγενημένην» (βλ. PG 3, 1081).

Αφού η σελήνη ηκολούθησεν ομού μετά του ηλίου την πορείαν προς την δύσιν, έχουσα εσκεπασμένον τον δίσκον του επί τρεις ώρας, έως της ενάτης ώρας της ημέρας, δεν τον ηκολούθησε περισσότερον, ούτε ηκολούθησε την πορείαν του προς την δύσιν ομού μετ’αυτού· αντιθέτως, εσταμάτησε και επέστρεψεν οπίσω εις την ανατολήν.

Και μέχρις ότου να διέλθη ο ήλιος το διάστημα των τριών ωρών του ουρανού και να βασιλεύση, η σελήνη ετάχυνε την πορείαν της, και τας εννέα ώρας, τας οποίας ήθελε να φθάση εις την ανατολήν, τας διήνυσεν εις τρεις ώρας· και ούτως, ο ήλιος ευρέθη εις το άκρον της δύσεως, η δε σελήνη ευρέθη εκ διαμέτρου εις το άλλον άκρον της ανατολής.

Κατ’ αυτόν τον τρόπον απεκατεστάθησαν πάλιν οι δύο φωστήρες και επανήλθον εις την φυσικήν τάξιν. Και διά τούτο το παράδοξον έγραφεν ο Άγιος Διονύσιος προς τον Άγιον Πολύκαρπον: «αύθίς τε αυτήν (την σελήνην εωρώμεν) από της ενάτης ώρας άχρι της εσπέρας εις το του ηλίου διάμετρον υπερφυώς αντικαταστάσαν. Ανάμνησον δε τι και έτερον αυτόν [= τον Απολλοφάνην]· οίδε γαρ, ότι και την έμπτωσιν αυτήν εξ ανατολών εωράκαμεν αρξαμένην, και μέχρι του ηλιακού πέρατος ελθούσαν, είτα αναποδίσασαν» (βλ. PG 3, 1081).

Εν ολίγοις, κατά την Σταύρωσιν του Κυρίου η σελήνη επορεύθη δεκαπέντε ολοκλήρους ώρας έμπροσθεν από την φυσικήν της οδόν εις το διάστημα· ήτοι, δώδεκα ώρας διά να φθάση από το ναδίρ εις το ζενίθ έμπροσθεν του ηλίου, και τρεις ώρας, κατά τας οποίας ηκολούθησε τον ήλιον προς την δύσιν καλύπτοντάς τον· επί πλέον, και εννέα ώρας, τας οποίας διήνυσεν εις τρεις, διά να επιστρέψη πάλιν εις την ανατολήν, εις την φυσικήν της θέσιν.

Άλλας δε δεκαοκτώ ώρας έκαμε διά να συμπληρώση εν ημερονύκτιον. Διά την ακρίβειαν, εκείνο το ημερονύκτιον της Σταυρώσεως, αντί να διανύση εικοσιτέσσαρας ώρας, διήνυσε τεσσαράκοντα δύο ώρας, με τας παλινδρομήσεις τας οποίας έκαμε, και ήτο και συνεπής προς την φυσικήν της πορείαν από την

ανατολήν μέχρι την δύσιν.

Διά τα θαύματα ταύτα έγραφε και πάλιν ο Άγιος Διονύσιος προς τον Άγιον Πολύκαρπον: «Τοσαύτά εστι του τότε καιρού τα υπερφυή, και μόνω Χριστώ τω παναιτίω δυνατά τω ποιούντι μεγάλα και εξαίσια, ων ουκ έστιν άριθμός» (βλ. PG 3, 1081).

Την έκλειψιν ταύτην του ηλίου κατά την Σταύρωσιν του Κυρίου, αναφέρει και ο εκ Τράλλεων της Μικράς Ασίας Έλλην ιστορικός Φλέγων (98-117 μ.Χ.) εν τη ιγ ́Χρονογραφία του. Εκ των παλαιών ημετέρων, την αναφέρουν ο Χρονογράφος Αφρικανός και ο Ευσέβιος ο Παμφίλου. Από δε τους νεωτέρους ο θείος Μάξιμος, ο Παχυμέρης, ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο Νικηφόρος Θεοτόκης και ο Ινσουίτης Κορδέριος. Περισσότερον όμως τούτων, την μεγάλην λεπτολόγησιν την έκαμεν ο Άγιος Διονύσιος ο Αεροπαγίτης (πρβλ. Λαπατά Σπυρίδωνος (Θεολόγου), Τα επί μέρους θαύματα κατά την έκλειψι του ηλίου την ώρα της Σταυρώσεως, περιοδ. «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός», Ι. Μητρ. Αιτωλίας και Ακαρνανίας, τεύχ. 15, Σεπτ. 2010, σελ. 30- 33)] .

Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης κάμνει σχετικήν αναφοράν εις το «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον»: «Περί του πόσα θαύματα περιέχει εν αυτώ το εν θαύμα της επί της σταυρώσεως του Κυρίου γενομένης υπερφυσικής εκλείψεως του ηλίου» (βλ. Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον· ήτοι, περί φυλακής των πέντε αισθήσεων της τε φαντασίας του νοός και της καρδίας και ποίαί εισιν αι οικείαι του νοός ηδοναί.

Επεξειργασμένον υπό Σωφρονίου Μοναχού Αγιορείτου εκ Ραιδεστού Κεχαγιόγλου, Βιβλιοπ. Νεκτάριος Παναγόπουλος, Κολοκοτρώνη 9, Αθήναι, σελ. 307-312).[Καλόν Πάσχα και Καλήν Ανάστασιν τοις εντευξομένοις ευσεβέσι και Ορθοδόξοις Χριστιανοίς, διά το Σωτήριον Έτος 2023].


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου