Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

Μ.Μισούστιν: Αναχώρησε από την Θεσσαλονίκη, αφού επισκέφθηκε το Άγιον Όρος

 


Aναχώρησε νωρίτερα από το αεροδρόμιο “Μακεδονία” με προορισμό τη Μόσχα το πρωθυπουργικό αεροσκάφος, που μεταφέρει στη Μόσχα τον Μιχαήλ Μισούστιν. Ο Ρώσος πρωθυπουργός αμέσως μετά την ολοκλήρωση του εορταστικού προγράμματος στην Αθήνα την Πέμπτη 25 Μαρτίου είχε μεταβεί στη Θεσσαλονίκη και εν συνεχεία πραγματοποίησε διήμερη ιδιωτική προσκυνηματική επίσκεψη στο ‘Αγιο Όρος.

Το ταξίδι του Ρώσου πρωθυπουργού παρακολουθούν τα ρωσικά ΜΜΕ, μεταξύ αυτών και το κρατικό πρακτορείο «ΡΙΑ-Νόβοστι», το οποίο αναφέρει ότι η επίσκεψη του κ. Μισούστιν στο ‘Αγιο Όρος μαρτυρά «την αδιάλειπτη σημασία των πνευματικών και ιστορικών δεσμών μεταξύ της Ρωσίας και του ελληνικού κόσμου», επικαλούμενο σχετικές δηλώσεις του αναπληρωτή επικεφαλής του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας πρωθιερέα Νικολάου Μπαλασόφ.

«Είναι πολύ χαροποιό που το ρωσικό κράτος εκπροσωπήθηκε στις εορταστικές εκδηλώσεις, που διοργανώθηκαν στην Ελλάδα, σε τόσο υψηλό επίπεδο. ‘Αλλωστε χωρίς την εξαιρετικά σημαντική ρωσική συμμετοχή, θα ήταν αδύνατο ακόμη και να φανταστούμε την απελευθέρωση της Ελλάδας», σημείωσε ο Ρώσος εκκλησιαστικός διπλωμάτης, χαιρετίζοντας το γεγονός ότι «ως ορθόδοξος χριστιανός ο Μιχαήλ Βλαντίμιροβιτς Μισούστιν εκμεταλλεύθηκε αυτή τη δυνατότητα, ώστε να επισκεφθεί και πάλι τον ‘Αθω και να προσευχηθεί στα αγιάσματά του».

Την επίσκεψη του Ρώσου πρωθυπουργού στον ‘Αθω σχολίασε για το ίδιο ρωσικό πρακτορείο και ο υφηγητής του Πανεπιστημίου Μόσχας Αθανάσιος Ζωιτάκης, ο οποίος παρατήρησε ότι «δεν γνωρίζουμε, ποιος είναι ο πνευματικός του Μ.Μισούστιν, ή από ποιον γέροντα λαμβάνει κάποιες συμβουλές, όμως οι πνευματικές του σχέσεις με την μονή Φιλοθέου, είναι, ας πούμε, ολοφάνερες».

Ο ειδικός σε θέματα εκκλησιαστικής ιστορίας Α. Ζωιτάκης θύμισε επίσης ότι ο Ρώσος πρωθυπουργός είχε επίσης πραγματοποιήσει παρόμοια ιδιωτική επίσκεψη στο ‘Αγιο Όρος στα τέλη Σεπτεμβρίου 2020, ενώ «μαζί με τη σύζυγό του είχαν επίσης επισκεφθεί μετόχι της Φιλοθέου, μία από τις γυναικείες μονές στην Ελλάδα (σ.σ. του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Θάσο), η οποία τελεί υπό την πνευματική καθοδήγηση των γερόντων της Φιλοθέου».


Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Διήγησις περί Αγίου Όρους εν καιρώ της Επαναστάσεως 1821

 


Γράφει ο Δρ. Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης

Σε δύο χειρόγραφους κώδικες αγιορετικών μονών (Κωνσταμονίτου 107, φφ. 193-216 και Ζωγράφου 50, φφ. 29-56) εντοπίζεται μια πραγματεία για το τι συνέβη στο Άγιον Όρος κατά τα πρώτα επαναστατικά χρόνια, την οποία εξέδωσε ο Ιωάννης Μαμαλάκης το 1957. Συγγραφέας της ‘‘Διηγήσεως’’ είναι ο μοναχός Δοσίθεος Κωσταμονίτης, με καταγωγή από τη Λέσβο. Πριν το κείμενο της ‘‘Διηγήσεως’’, ο ίδιος ο Δοσίθεος συνέγραψε ένα «Νέον Υπόμνημα των Νεοφανών Ιερομαρτύρων και Οσιομαρτύρων, κατά την Επανάστασιν της Ελλάδος υπό των Οθωμανών θανατωθέντων» (φφ. 169-192). Πρόκειται για το ‘‘Μαρτύριο’’ τεσσαρών μοναχών της Μονής της μετανοίας του, του Συνεσίου από το χωριό Τρίγλια της Προύσσας, του Παύλου από τα Ιωάννινα, του Βενέδικτου από την επαρχία Βισαλτίας Σερρών, του Τιμόθεου από τη Βέροια και δύο εργατών από τα Στάγειρα της Χαλκιδικής, του Σάββα και ενός άλλου του οποίου το όνομα δεν διασώζει ο Δοσίθεος. Ακολουθεί, όπως προαναφέραμε το κείμενο της ‘‘Διηγήσεως’’ με τον ακριβή τίτλο να έχει ως εξής: «Δευτέρα ανάπτυξις, σύντομος και καθαρά, ήτις διαλαμβάνει περί των όσοι συνήργησαν να επαναστατήσωσιν το Άγιον Όρος εξ ης αιτίας συνέβη να τιμωρηθώσιν διαφόρως και τέλος να μαρτυρήσουν υπό των ασεβών οι αθώοι και ανεύθυνοι και άλλοι αδελφοί Χριστιανοί», που περιγράφει τα τεκταινόμενα στον Άθωνα από την έναρξη της Επανάστασης το 1821 ως την απομάκρυνση του τουρκικού στρατού από το Άγιον Όρος τον Απρίλιο του 1830. Και τα δύο κείμενα ο Δοσίθεος τα έγραψε μεταξύ 1830 και 1844.

‘‘Διήγησις’’ ονόμασε το κείμενό του ο ίδιος Δοσίθεος: «Άρχομαι λοιπόν της Διηγήσεως, η οποία υπάρχει πολλής λύπη αξία και ακούσατε μετά προσοχής, πως συνέβη η υπόθεσις αύτη» (193,5-6). Στον σύντομο πρόλογο ο Δοσίθεος καλεί τους αναγνώστες του να ανοίξουν τους αισθητούς και νοητούς οφθαλμούς για να θρηνήσουν μαζί του την ερήμωση του Αγίου Όρους. Ερήμωση η οποία οφείλεται στους μεγάλους σεισμούς που συνέβησαν κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του 1790, «εσείετο το Όρος ως τον κάλαμον» (194,7)-σημειώνει ο Δοσίθεος-, και υποχρέωναν τους μοναχούς να φεύγουν τρομαγμένοι από τις Μονές και να καταφεύγουν στα γειτονικά δάση για να σωθούν. Μάλιστα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Προκόπιος (1785-1789), ο οποίος εκείνη την περίοδο βρισκόταν εξόριστος στην Ι.Μ.Μεγίστης Λαύρας (και όχι Βατοπεδίου, όπως αναφέρει ο Δοσίθεος), πρόσταξε τους αγιορείτες να αναγιγνώσκουν Ικετηρίους Κανόνες και Κατανυκτικές Ευχές στον Ιησού Χριστού και την Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο.

Η κατάσταση χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο, όταν το καταστροφικό έργο των σεισμών ήρθε να συμπληρώσει η πανώλη, που ενέσκυψε στον Άθωνα και οδήγησε πολλούς στον θάνατο. Ο διάδοχος του Προκοπίου στον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινούπολης Νεόφυτος (1789-1794 και 1798-1801), εξόριστος και αυτός στη Μονή Κουτλουμουσίου μετά τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση (1η Μαρτίου 1794), όρισε κι αυτός στους μοναχούς να ψάλλουν καθημερινά την Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο, στους ιερείς να αναγιγνώσκουν διάφορες ευχές και στους προεστώτες των Μοναστηριών να παύσουν να μαλώνουν για τη διαχείριση των διαφόρων υποθέσεων, κυρίως οικονομικών.

Οι διαμάχες μεταξύ των μοναχών «περί τόπων και συνόρων» (196,8) ήταν κατά τον Δοσίθεο η τρίτη αιτία παρακμής του Αγίου Όρους. Ο μαρτυρικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ ευρισκόμενος εξόριστος κι αυτός στο Άγιον Όρος μετά την πρώτη περίοδο της Πατριαρχίας του (1797-1798) βλέποντας την κατάσταση να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο διέτρεχε όλο το Όρος συμβουλεύοντας τους μοναχούς και κυρίως τους προεστώτες των Μονών να «απέχουν από την κατηραμένην πλεονεξίαν, και από ξένα πράγματα» (196,5-6). Οι μοναχοί ακούγοντας τους λόγους του σοφού Πατριάρχη ησύχαζαν προσωρινά και προσπαθούσαν να διορθωθούν, επιδιδόμενοι μόνο στην άσκηση των μοναχικών καθηκόντων τους. Σύντομα όμως τους ξεχνούσαν και άρχιζαν πάλι τις διαφωνίες και τους τσακωμούς. Ήταν τόσο μεγάλη η ένταση και η αναστάτωση στο εσωτερικό του Αγίου Όρους, ώστε δεν δίσταζαν να καταφεύγουν στα τουρκικά δικαστήρια της Θεσσαλονίκης για να διεκδικήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα ο ένας από τον άλλο, η μια Μονή από την άλλη, ακόμη και οι Σκήτες και τα κελιά. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Αρχιερείς και οι υπόδουλοι στεναχωριόνταν με την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το Άγιον Όρος.



Η τιμωρία του Θεού δεν άργησε να έρθει για μια ακόμη φορά-μετά τους σεισμούς-, σύμφωνα με τον Δοσίθεο. Μετά από μια μεγάλη περίοδο ξηρασίας τον Σεπτέμβρη του 1820 ένας φοβερός κατακλυσμός προκάλεσε μεγάλες ζημιές στα μοναστήρια. Οι αρσανάδες των Μονών Διονυσίου και Γρηγορίου παρασύρθηκαν από τα ορμητικά νερά, όπως και οι μαρμάρινες κολώνες που προορίζονταν για το νέο Καθολικό της Μονής του Αγίου Παύλου. Ήταν τόσο έντονο το καιρικό φαινόμενο και τέτοιας έκτασης οι ζημιές, ώστε σημειώνει ο Κωσταμονίτης μοναχός: «και τούτο ήτο σημείον όπου εφανέρονε και εδηλοποίει φανερά, ότι μέλλει να ξεγυμνωθή από τον πολύν πλούτον και δόξαν ην είχεν το άγιον Όρος, και από το πλήθος των ανθρώπων, τους οποίους σχεδόν δεν εχώρει εκείνο το μέγα Όρος του Άθωνος» (199,13-16).

Ούτε όμως αυτή η θεομηνία παραδειγμάτισε τους μοναχούς. Και ενώ αυτοί συνέχιζαν τις διενέξεις και τις αντιπαλότητες, το υπόδουλο γένος επαναστατούσε κατά των Οθωμανών Τούρκων. Εκείνη την εξαιρετικά κρίσιμη για τον Ελληνισμό περίοδο επισκέφθηκε το Άγιον Όρος ο πρωτεργάτης της Επανάστασης στη Μακεδονία Εμμανουήλ Παπάς. Σκοπός της επίσκεψης του ήταν να προετοιμάσει την Επανάσταση και στο Άγιον Όρος. Αρχικά επισκέφθηκε τις Μονές Μεγίστης Λαύρας και Ιβήρων, και τελικά κατέληξε στη Μονή Εσφιγμένου, όπου θα γινόταν ευρεία σύσκεψη για την προετοιμασία της Επανάστασης, καθώς το Άγιον Όρος θεωρούνταν από τους Φιλικούς το καταλληλότερο ορμητήριο για την εξέγερση στη Μακεδονία (Ο Παπάς ακολούθησε την αντίστροφη πορεία, όχι αυτή που καταγράφει ο Δοσίθεος). Στενοί συνεργάτες του Εμμανουήλ Παπά ήταν ο ηγούμενος της μονής Εσφιγμένου Ευθύμιος και ο χαρτοφύλαξ Νικηφόρος ο Ιβηρίτης, γραμματέας του Γρηγορίου του Ε΄, όσο καιρό ο Πατριάρχης βρισκόταν εξόριστος στο μοναστήρι των Ιβήρων. Η ιστορική αυτή σύσκεψη πρέπει να πραγματοποιήθηκε κατά τα μέσα Απριλίου 1821.

Σημείο μέγα εμφανίσθηκε κατά τη σύσκεψη. «Και τότε εφάνη σημείον μέγα εν τω Ουρανώ κατά την Τρίτην ώραν της νυκτός, είχεν δηλαδή η Σελήνη ολόγυρα τους Σταυρούς, οίτινες εδηλούσαν και εφανέροναν βέβαιαν την θλίψιν όπου έμελλεν να δοκιμάση το γένος των Χριστιανών» (199, 16-19). Το σημείο μπορούσε να ερμηνευθεί αφού αναφερόταν στις σφαγές και τους διωγμούς που ήδη είχαν εξαπολύσει οι Τούρκοι στη Μακεδονία με την είδηση της έκρηξης της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Το ιστορικό μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας ερημώθηκε, η περιοχή της Καλαμαριάς, της Κασάνδρας, τα χωριά που βρίσκονται στον Χολομώντα μέχρι τα όρια του Αγίου Όρους γνώρισαν την οργή και τη μήνι των Τούρκων. Και όσοι αγιορείτες μοναχοί βρίσκονταν στα μετόχια των Μονών τους συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο κάστρο της Θεσσαλονίκης (Επταπύργιο) μαζί με τους προεστούς των χωριών. Λίγο αργότερα όλοι εκτελέστηκαν από τους Τούρκους ποτίζοντας με το αίμα τους το δένδρο της Ελευθερίας.

Η Επανάσταση στη Μακεδονία δεν είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς. Οι Τούρκοι έσφαζαν, λεηλατούσαν και ερήμωναν τη μακεδονική ύπαιθρο, ώστε να προλάβουν και την παραμικρή εκδήλωση διάθεσης των ντόπιων για Επανάσταση. Η Θεσσαλονίκη γνώρισε την ανείπωτη εκδικητική μανία των Οθωμανών. Κατά τον Μάιο του 1821 η πόλη είχε μετατραπεί σε ένα «απέραντο σφαγείο». Ο τοποτηρητής του επισκοπικού θρόνου της Θεσσαλονίκης, επίσκοπος Κίτρους Μελέτιος συνελήφθη μαζί με τον παπα-Γιάννη, εφημέριο του ναού του Αγίου Μηνά, και μαρτύρησαν στην κεντρική αγορά της πόλης (αγορά Βλάλη).

Έντρομοι πολλοί άμαχοι, κυρίως, Χριστιανοί από τις σφαγές στη Θεσσαλονίκη πήραν την απόφαση για να σωθούν να καταφύγουν στο Άγιον Όρος. Με το πέρασμα του χρόνου συνέρρευσαν τόσοι πολλοί εκεί, ώστε «εμολύνθη ο αήρ κατ’ εκείνο το καλοκαίριον, και καθ’ εκάστην ημέραν απέθανον πολλοί· και άλλοι μεν από την ασθένειαν εκείνην και επιδημίαν. Και άλλοι από την πείνα την πολλήν όπου τότε συνέβη εις το Όρος» (200,19-201,3). Την κατάσταση επιδείνωσε α) η απόφαση του αναπληρωτή διοικητή της Θεσσαλονίκης Γιουσούφ μπέη να εισβάλλουν τουρκικά στρατεύματα στο Άγιον Όρος μετά την πυρπόληση μιας τουρκικής φρεγάτας στη θάλασσα κάτω από Μονή Ξηροποτάμου από δύο ελληνικά ψαριανά και όχι υδραίικα πλοία, όπως αναφέρει ο Δοσίθεος, που περιπολούσαν στην περιοχή μετά από αίτημα των μοναχών, και β) κυρίως η εξέγερση στον Πολύγυρο. Στο άκουσμα της είδησης της εξέγερσης του Πολυγύρου οι μοναχοί μαζί με τους υπόλοιπους επαναστάτες αποφάσισαν, σε σύσκεψη στις Καρυές του Αγίου Όρους, να αναθέσουν την γενική αρχηγία στον Εμμανουήλ Παπά, συγκρότησαν επιτροπή για την εσωτερική διοίκηση και την οικονομική επιμελητεία του Όρους και όπλισαν όσους μοναχούς μπορούσαν να φέρουν όπλα.

Μόλις ο Εμμ. Παπάς πληροφορήθηκε ότι ολόκληρη η χερσόνησος της Κασσάνδρας πήρε τα όπλα εναντίον των Τούρκων, αποφάσισε να εξέλθει από το Άγιον Όρος προς ενίσχυση των επαναστατών και αφού πρώτα συνενωθεί μαζί τους να κινήσουν εναντίον της Θεσσαλονίκης. Έστειλε μάλιστα τον στενό του συνεργάτη Νικηφόρο Ιβηρίτη διά θαλάσσης στην Κασσάνδρα για να τους ανακοινώσει την απόφασή του να τους συνδράμει.



Τα στρατιωτικά τμήματα που συγκροτήθηκαν από τους επαναστάτες, ήταν δύο και κινήθηκαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Το πρώτο προοριζόταν να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και το δεύτερο παρέμεινε πίσω -έχοντας στις τάξεις του και 2000 ένοπλους μοναχούς- για να αποκρούσει ενδεχόμενη τουρκική επίθεση από τα βόρεια. Ο ενθουσιασμός περίσσευε, έλειπε όμως ο έμπειρος αρχηγός που θα κατόρθωνε να ελέγξει και να πειθαρχήσει εκείνα τα στρατιωτικά σώματα που έμοιαζαν περισσότερο με άτακτα μπουλούκια. Ταυτόχρονα ο Εμμ. Παπάς ζήτησε βοήθεια από τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου, τον Δημήτριο Υψηλαντη και τους Υδραίους. Η αναμενόμενη βοήθεια δεν ήρθε ποτέ. Η αποτυχία της Επανάστασης διαφαινόταν ήδη στον ορίζοντα.

Ο Κωνσταμονίτης όμως μοναχός και συντάκτης της ‘‘Διηγήσεως’’ έχει και μια άλλη εξήγηση: «Και ήτον να ιδή τότε τις όλους αυτούς κατά ψυχήν, με τι σκοπόν και λογισμόν ο καθείς επροπορεύετο και ακολουθούσε, όλοι δηλαδή αυτοί (οι επαναστάτες) ηκολούθουν διά να αξιωθούν δόξης και τιμής. Τουτέστι άλλος διά να γείνη της περιφήμου εκείνης Θεσσαλονίκης Αυθέντης· άλλος αρχιστράτηγος επάνω εις πεζούς και καββαλαραίους· άλλος πάλιν να γείνη Μητροπολίτης· και άλλος Επίσκοπος. Με τοιαύτας λοιπόν φαντασίας κινούμενοι οι πλανεμένοι ή καλλίτερον να είπω οι από αβλεψίαν μεθυσμένοι έλυσαν τα άλυτα, και εσυγχώρησαν όλα εκείνα τα ασυγχώρητα, και εκαταλούσαν κρέατα μικροί τε και μεγάλοι, κατά τας διωρισμένας νηστείας του έτους» (204,6-15).

Έτσι η προέλαση δεν ευοδώθηκε. Τα συγκεντρωμένα ένοπλα τμήματα του Εμμ. Παπά στο στενό της Ρεντίνας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στον πολυαριθμότερο στρατό του Μπαϊράμ πασά (15 Ιουνίου 1821). Από την άλλη οι Τούρκοι της Θεσσαλονίκης παίρνοντας θάρρος εξήλθαν από την πόλη μαζί με τους Εβραίους και κινήθηκαν εναντίον του πρώτου τμήματος των επαναστατών που φιλοδοξούσε να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και βρισκόταν ήδη στρατοπεδευμένο στα Βασιλικά. Η μάχη έληξε με ήττα των Ελλήνων, εισβολή των Τούρκων στα Βασιλικά, πυρπόληση και λεηλασία της κωμόπολης.

Ο Εμμ. Παπάς κατευθύνθηκε τότε μέσω Πολυγύρου στην Κασσάνδρα και οχύρωσε τον λαιμό της αρχαίας Ποτίδαιας με σκοπό να αναχαιτίσει την προέλαση των Τούρκων, ενώ ταυτόχρονα έστειλε τον Ρήγα Μάνθο στο στενό του Άθωνα με την εντολή να εμποδίσει την είσοδο των Τούρκων στο Άγιον Όρος. Εξαιτίας της δυσμενούς έκβασης που είχε πάρει η Επανάσταση οι Αγιορείτες απέδωσαν τον τίτλο του αρχηγού του ελληνικού στρατεύματος που έφερε ο Εμμ. Παπάς, και στον Ρήγα Μάνθο. Αμέσως ο Εμμ. Παπάς επέστρεψε, στις 27 Ιουλίου, στο Άγιον Όρος μαζί με τον έμπιστό του συνεργάτη Νικηφόρο Ιβηρίτη και 60 ένοπλους άνδρες. Σε μια δραματική σύσκεψη στη Μονή Κουτλουμουσίου ο Παπάς διέταξε την άμεση εκτέλεση του Ρήγα. Τη θέση του άτυχου Ρήγα ως ‘‘Διοικητή και Κριτή του Αγίου Όρους’’ κατέλαβε, ύστερα από πρόταση του Εμμ. Παπά ο Νικηφόρος. Μέσα Αυγούστου ο Παπάς επέστρεψε πάλι στην Κασσάνδρα.

Οι Προϊστάμενοι των Μονών μετά την αναχώρηση του Εμμ. Παπά άρχισαν να ενεργούν κατά τέτοιον τρόπο που αποκάλυπτε τον πραγματικό τους σκοπό· την εξυπηρέτηση του συμφέροντος των Μονών τους και όχι την ευόδωση του Αγώνα. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση ο Νικηφόρος επέβαλλε «δόσιμον», δηλ. αναγκαστικές εισφορές των Μονών υπέρ του Αγώνα και φυλάκιζε όσους Προϊσταμένους αρνούνταν να συνεισφέρουν. Επειδή όμως «διόρθωσις εις τους καλογήρους δεν εγίνετο, μηδέ εισακούετο εις τους Προεστούς της Κοινής Συνάξεως» (206,13-14), ο Νικηφόρος γρήγορα έχασε τη θέση του.



Μετά την ήττα στην Κασσάνδρα (31 Οκτωβρίου 1821) από τα στρατεύματα του Αβδούλ Αμπούδ μεγάλη αναταραχή επεκράτησε στο Άγιον Όρος. Επηρεασμένοι από τις φήμες που κυκλοφορούσαν για αμνηστεία από τον Αβδούλ Αμπούδ αποφάσισαν να συνθηκολογήσουν. Χωρίς χρονοτριβή συναντήθηκαν με τον νικητή πασά στην Κασσάνδρα έχοντας μαζί τους τον Τούρκο διοικητή του Αγίου Όρους, τον οποίο όλο αυτό το διάστημα κρατούσαν φυλακισμένο στη Μονή Κουτλουμουσίου και τώρα άφησαν ελεύθερο. Ο πασάς έδειξε ικανοποιημένος για τον τρόπο που οι μοναχοί συμπεριφέρθηκαν στον Τούρκο διοικητή, «και η ζωή του έγεινεν εις τους καλογήρους καλή αιτία, και είχον λόγον διά να ζητήσουν και να κάμουν συμφωνίας διά το Όρος» (208,13-14). Ο Αβδούλ Αμπούδ υποσχέθηκε στους αντιπροσώπους ότι δεν θα εισβάλλουν τουρκικά στρατεύματα στο Άγιον Όρος, αλλά επέμεινε στην παράδοση όπλων και ομήρων. Οι αγιορείτες δέχθηκαν, και το χειρότερο όλων απεφάσισαν να παραδώσουν στις τουρκικές αρχές τον Εμμ. Παπά, ο οποίος είχε καταφύγει στη Μονή Εσφιγμένου.

Μετά την επαίσχυντη συμφωνία οι μοναχοί νόμισαν πως το Άγιον Όρος σώθηκε από την οργή των Τούρκων. «Η δε απόφασις και συμφωνία την οποίαν με τους καλογήρους έκαμεν εις Κασάνδραν δεν εφυλάχθη διόλου από τον άπιστον» (211,2-3), γράφει ο Δοσίθεος. Τουρκική φρουρά 3000 ανδρών εγκαταστάθηκε στο Άγιον Όρος «των οποίων αι κακίαι δεν γράφωνται όλαι καταλεπτώς διά το αδύνατον όσας μεταχειρίσθησαν. Μήτε αυτούς τους θείους ναούς αφήκαν οι ασεβείς, χωρίς να τους βεβηλώσουν και να τους μολύνουν διαφθείροντες τας Ιστορίας των (αγιογραφίες)» (211,6-9). Επί εννέα ολόκληρα η τουρκική φρουρά καταδυνάστευε το Άγιον Όρος, οπότε η Πύλη αποδέχθηκε την αποχώρηση της φρουράς.

Για τα συμπεράσματα αφήνουμε τον Κωσταμονίτη μοναχό να τα συνοψίσει: Το μόνο καλό που προσέφεραν στην Επανάσταση με τη στάση τους οι Αγιορείτες ήταν «ο χαλασμός και αφανισμός των Μοναστηριών» (215,21).




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ιωάννης Μαμαλάκης, ‘‘Διήγησις περί Αγίου Όρους εν καιρώ της Επαναστάσεως 1821’’, Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 7 (1957) 215-237.

Αθανάσιος Γερομιχαλός, ‘‘Ο Φιλικός Χαρτοφύλαξ Νικηφόρος ο Ιβηρίτης και η Ανέκδοτος αυτού Αλληλογραφία’’, Μακεδονικά 8 (1968) 1-73.

Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. Α΄, Αθήνα 61974, σσ. 588-609.


Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Επανάσταση του 1821 και Άγιον Όρος

 


Η Επανάσταση του 1821 βρίσκει το Άγιον Όρος να δονείται από ενθουσιασμό. Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη και τα πνεύματα εξημμένα.

Το μήνυμα της Επανάστασης του 1821 βρίσκει τον Αθω να δονείται από ενθουσιασμό. Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη και τα πνεύματα εξημμένα. Η διάδοση της συγκλονιστικής είδησης του απαγχονισμού του Εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ (10 Απριλίου 1821), της τραγικής εκείνης μορφής της τόσο συνδεδεμένης με το Αγιον Όρος. Η αναγγελία της Επανάστασης στο Μωριά και η μόνιμη τούρκικη τυραννία, είναι ισχυρά εναύσματα για ν ανάψουν μεγάλη πυρκαγιά.

Στον πυρετό της Επανάστασης οι Μονές παραχωρούν στους επαναστάτες τα κανόνια τους, πυρομαχικά και τρόφιμα, ενώ μετατρέπουν τα χαλκιάδικα σε οπλουργεία.

Η Ιερά Κοινότητα συντονίζει τις ενέργειες όλες, κι αυτή συγκεντρώνει τα χρήματα του αγώνα. Ταυτόχρονα καλεί τον Εμμανουήλ Παπά, που βρίσκεται από το Μάρτιο του ιδίου έτους στη Μονή Εσφιγμένου να παραλάβει τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια.

Ήταν πολύ εντυπωσιακός ο ξεσηκωμός εκείνος και δεν επέτρεπε αμφιταλαντεύσεις. Ένα θούριο ποίημα Αγιορείτη υμνογράφου, ψάλλει εναντίον του «αιμοβόρου τυράννου Σουλτάν χασάπη» και προσανατολίζει τις συνειδήσεις των επαναστατών στην ένδοξη Ιστορία τους:

Ναι, ω πατριώται μου, ας ορκισθώμεν

ή να νικήσωμεν ή να χαθώμεν

θάνατος ο ένδοξος ειν ίδιον ημών.

Γενναίοι οπλίται, μαζί πολεμείτε

τους τυράννους φωνείτε: σηκτίριν μπουρτά!

Ας επαναλάβωμεν κάθε φροντίδα

να ελευθερώσωμεν φίλην πατρίδα

ναι να ανακτήσωμεν την γην την πατρικήν

……………………………………..

 

Αλλά και η Ιερά Κοινότητα, χωρίς ποιητική έξαρση, όπως ο παραπάνω στιχουργός, με ανυποχώρητη όμως σταθερότητα, έγραφε προς όλους τους μοναχούς:

«Να στεκώμεθα δια το καλόν του Κοινού μας έως θανάτου κατά χρέος… μάχου υπέρ Πατρίδος και Πίστεως».

Κι οι αντιπρόσωποι των Μονών μεταβαίνουν στα πεδία των μαχών και εμψυχώνουν τους μαχητές τους «εν όπλοις αδελφούς Κελλιώτας και άλλους» «ποτέ μεν με λόγους αδρούς και δραστηρίους, ποτέ δε δι υποσχέσεων μεγάλων εκκλησιαστικών βραβείων, ποτέ δε δια δόσεως …», «δια να πολεμούν όλοι με περισσότερον θάρρος και θερμότερον ενθουσιασμόν, και επομένως να καταβληθή ο εχθρός».

Επιστρατεύει έναν ασκητή «επιστήμονα κατασκαφής χανδακίων», «μαστόρι τογραματζί» που εργαζόταν στον Αλή Πασά και στέλνει στη Βίγλα να επιστατήσει στη διάνοιξη τάφρων.

Άλλος πάλι, ο Διονύσιος Πύρρος ο φαρμακοποιός, επιστρατεύεται για την κατασκευή πυρίτιδας.

Επίσης επιστρατεύονται τοπζίδες, δραγουμάνοι, ράφτες, κανονιέροι.

Προσευχές διαβάζονται στους ναούς και κινούν σε συμπάθεια τη Μητέρα του Θεού: «Αφάνισον, Δέσποινα, τας εν τω μέσω ημών μνησικακίας, και χάρισαι ημίν αγάπην, ειρήνην, ομόνοιαν … (οι τύραννοι) δια την μεγάλην αυτών απανθρωπίαν, εισίν άνθρωποι άσπλαγχνοι και λύκοι αχόρταστοι. Ελευθέρωσον ημάς τα τέκνα σου νυν, Δέσποινα, ελευθέρωσον εκ των χειρών των Αγαρηνών και λύτρωσαι ημάς ταχέως εκ της πικράς και πολυχρονίου αιχμαλωσίας …».

Ο Εμμανουήλ Παπάς, ο αγνός εκείνος και ανιδιοτελής πατριώτης, μετά την επίσημη ανακήρυξή του σε αρχιστράτηγο του αγώνα, κατά την τελετή που έγινε στο Πρωτάτο, μεταβαίνει στον Πολύγυρο, όπου κηρύσσει την Επανάσταση, στα επαναστατημένα ήδη χωριά της Χαλκιδικής. Ο στρατός αποτελείται από 3.900 πολεμιστές. Από αυτούς οι 1.000 τουλάχιστον είναι Αγιορείτες μοναχοί.

Ι.Μ.Εσφιγμένου


Δύο Μονές, η Εσφιγμένου και η Χιλιανδαρίου γίνονται τα προκεχωρημένα φυλάκια.

Η Εσφιγμένου, έχοντας ηγούμενο τον Ευθύμιο, ιδιαίτερο γραμματέα του Αγίου Γρηγορίου του Ε΄, Φιλικό και στενό συνεργάτη του Εμμ. Παπά, δίνεται ολόκληρη, με όλους τους μοναχούς της, στην Επανάσταση.

Εντός του Όρους, «με θέλημα του Άρχοντος (του Εμμ. Παπά) και των Πατέρων του Όρους, εψηφίσθη ο κυρ Νικηφόρος (ο Ιβηρήτης) διοικητής και κριτής…, να κρίνη δηλαδή και να διορθώνη τον καθένα με φόβον Θεού και διάκρισιν πολλήν, ως επίσταται». Οι μέχρι χτες ταπεινωμένοι και εξουθενωμένοι ραγιάδες ορθώνονται απέναντι του τύραννου. Ένας ποταμός από γυμνά, κάτισχνα κορμιά, με φλογερές όμως καρδιές, ξεκινά ογκούμενος από την Κουμίτσα, περνά την Ιερισσό, το Χολομώντα, τη Γαλάτιστα, τα Βασιλικά, κυνηγώντας με ορμή τους πτοημένους Τούρκους, που βρίσκουν προστασία στα τείχη της Θεσσαλονίκης: «όλα τα χωρία μας ευρίσκονται εις τα όπλα και κινούνται εναντίον του κοινού εχθρού του γένους και της πίστεως με μεγάλην θαρραλεότητα και ορμήν, ώστε οπού οι μουσουλμάνοι κυριεύονται από άκραν δειλίαν. Αναχωρούν αγεληδόν από τα χωρία των και δραπετεύουν με φόβον μεγάλον …» Και σ’ όλες τις μάχες βρίσκεται παρών ο επίσκοπος Ιερισσού Ιγνάτιος ο Αγιορείτης που «συναγωνίζεται» με τους πολεμιστές, εμψυχώνοντάς τους.

Τα χωριά των τούρκων γίνονται στάχτη: «έκαψαν και πολλά χωρία των αγαρηνών οι εδικοί μας …» (πρόκριτοι Καλαμαριάς προς Εμ. Παπά, 2 Ιουνίου 1821) και οι επαναστάτες θριαμβεύουν: «είμεθα γυμνοί καθ’ όλα. Προχωρούμεν όμως, καίτοι αδύνατοι από τζιπχανέ (= εφόδια), θριαμβευτικώς … Το στράτευμά μας, έως αυτήν την ώραν, επλησίασεν τριών ωρών μακρόθεν της Θνίκης» ( Ιω. Χ΄χρήστου προς Εμ. Παπά, 6 Ιουν.). Όλα βαίνουν καλώς: «εν ενί λόγω τρέχουν, Θεού συναιρομένου, τα πράγματα αισίως και κατά ρουν …» ( Γεδεών μον. και Δ. Νικολάου προς Εμ. Παπά, 3 Ιουν.) Όμως όσοι συντονίζουν την Επανάσταση αρχίζουν ν’ ανησυχούν: «η ορμή των Ελλήνων είναι ακράτητος … πλην … η έλλειψις της μπαρούτης είναι το μόνον μέσον να εμποδίση και την ορμήν ταύτην» (Εμ. Παπάς προς Σπετσιώτες, 12 Ιουν.), ενώ οι ανάγκες αυξάνουν: « …και ο τόπος έμεινεν ενταύθα εις μεγαλωτάτην ένδειαν από τα ανγκαία, ανθρώπους, δηλονότι, μπαρούτι, βόλια κ.α., κοντά εις τα οποία ολιγοστεύει και η ζωοτροφία μας. ήδη ευρισκόμεθα εις μεγαλώτατον και προφανή κίνδυνον …» ( Ιερά Κοινότης προς Σπετσιώτες, 14 Ιουν.).

Οι Τούρκοι κατά τις επόμενες μέρες θ’ αντιληφθούν και θα πληροφορηθούν ότι πυρίτιδα υπάρχει λιγοστή στο στρατόπεδο των Ελλήνων: «μπαρούτι, το οποίον είναι πολλά σπάνιον και σχεδόν ελλειπές διόλου» (Ιερά Κοινότης προς Εμ. Παπά, 24 Ιουν.). Έτσι οι όροι αντιστρέφονται. Οι αμυνόμενοι αρχίζουν να γίνονται οι επιτιθέμενοι: «…των ασεβών, των ελθόντων μέχρι Κομίτζης και καθ’ εκάστην με μέγα θράσος και αφοβίαν εφορμούντων. Επειδή κατέκαυσαν όλα τα χωρία και μετόχια, ομού με τους καρπούς … και τα μέγιστα απελπισθέντες (οι επαναστάτες) ήρξαντο κατά μέρος δραπετεύειν …» (Ιερά Κοινότης προς Εμ. Παπά, 24 Ιουν.). Οι υπερασπιστές, όσοι δεν πτοούνται – μοναχοί και λαϊκοί – «στέκονται αργοί, με το να μη έχουν φυσήκια» (Ιερά Κοινότης προς Παπά, 26 Ιουν.).

Οι εχθροί πυρπολούν και την Ιερισσό, το τελευταίο προπύργιο της ηπειρωτικής Χαλκιδικής, πριν να εφορμήσουν στις Χερσονήσους: «…οι εχθροί μας ανεχώρησαν από Ερισόν, καίοντες διόλου το χωρίον» (πλοίαρχος Αθ. Μαργαρίτης προς Παπά, 13 Ιουλ. 1821). Οι δύο όμως Χερσόνησοι παραμένουν ελεύθερες: «Κατά το παρόν καταπολεμούμεν τους εχθρούς εκ των δύο χερσονήσων, της τε Κασσάνδρας και του Αγίου Όρους, ερχομένους καθ’ εκάστην καθ’ ημών με ωμότητα και θηριωδίαν …» ( Παπάς προς Λ. Κουντουριώτη, 4 Αυγ.). Στα στρατόπεδα δεν είναι μόνο η έλλειψη των πυρομαχικών πιεστική, αλλά και των τροφίμων. Όμως πιο τραγικό είναι η διχόνοια που εγείρεται μεταξύ των δύο αρχηγών: του Εμ. Παπά και του Ρήγα Μάνθου. Οι δύο άντρες έρχονται σε ρήξη κατά το τέλος Ιουλίου με άγνωστη έκβαση. Αλλά και όλες μαζί οι νίκες των επαναστατών έμελλε να υπερκεραστούν από μια και μόνο ήττα, εκείνη της 15 Σεπτ., στην αμυντική γραμμή της Κασσάνδρας.

Στο μεταξύ ο τούρκικος στρατός, ανοργάνωτος και ηττοπαθής, ενισχύεται κατά την προέλασή του με νέες δυνάμεις. Κατά το τέλος Ιουλίου, παύεται ο Μπαϊράμ πασάς και τοποθετείται ο βαλής Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Εμίν Αβδουλάχ πασά ή Αβδούλ Ρομπούτ (το δεύτερο όνομα του έδωσε αφορμή να μετονομασθεί, με την αλλαγή κάποιων γρμμάτων, σε Εμπού Λουμπούτ=Ροπαλοφόρος).


Η τούρκικη επέλαση είναι σαρωτική. Στις 27 Οκτωβρίου (παλαιό ημερολόγιο) οι Τούρκοι εισέρχονται στον Πολύγυρο. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται: διαδραματίστηκαν τέτοιες «σκηνές φρικτής ακολασίας και απανθρωπίας, που για δεκάδες χρόνια έμειναν ζωηρά χαραγμένες στη μνήμη των αυτοπτών μαρτύρων». Τρεις μέρες μετά ( 30 Οκτωβ.) διασπάται το αμυντικό τείχος της Κασσάνδρας και η χερσόνησος εκείνη παραδίνεται στις φλόγες. Οι χριστιανοί έχουν καταφύγει έντρομοι στον Άθω, στον μόνο τόπο που δεν πάτησαν μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Τούρκοι. Οι ώρες είναι πολύ κρίσιμες και οι πολλαπλές μέριμνες της Ιεράς Κοινότητος επαυξάνουν την αγωνία της, να διαφυλάξει την ακεραιότητα του Τόπου και των 7.000 γυναικοπαίδων από τη Χαλκιδική και τα γύρω νησιά που βρίσκονται εδώ από την έναρξη της Επανάστασης. Μια επιστολή της Ιεράς Κοινότητος προς τους Υδραίους (29 Ιουνίου) διεκτραγωδεί τις δραματικές εκείνες ώρες των όσων «ανδρών, γυναικών και παιδίων υπομαζίων», που έφθασαν «έως τους πρόποδας του κυρίου και δυσβάτου Άθωνος, ζητούντες με παθητικάς φωνάς και ελεεινοτάτην κατάστασιν,άρτον …» Ο εχθρός βρίσκεται προ των πυλών και το σβύσιμο της χιλιόχρονης μοναχοπολιτείας επίκειται. Έτσι, με την κλιση της πλάστιγγας υπέρ των Τούρκων, αρχίζει και η στροφή των Αγιορειτών προς τη διαλλαγή.

Λοιπόν πρώτα ελευθερώνεται ο ζαπίτης του Όρους, ο οποίος ετηρείτο καθ’ όλο το διάστημα των επιχειρήσων, στη Μονή Κουτλουμουσίου. Ο ζαπίτης, άνθρωπος περιοριμένης διανοητικότητας και ανίδεος της εξέλιξης των πραγμάτων συντάσσει αμέσως γράμμα, καθ’ υπαγόρευση βέβαια, προς τη Μονή Εσφιγμένου (9 Νοεμβ.): να του στείλουν αμέσως δέσμιους «τον λεγόμενον Άρχοντα (τον Παπά δηλαδή) μετά του επαράτου και οπαδού του Νικηφόρου, τους οποίους να τους πιάσητε και να μου τους στείλετε, ομού και τον ηγούμενόν σας …» Μια επιτροπή από δώδεκα μοναχούς στέλνεται στον Λουμπούτ (11 Δεκ.), που είχε στρατωνίσει στο χωριό Άγιος Μάμας, της επιτροπής είχε προηγηθεί 8μελής αντιπροσωπία. Η «προσκύνησις» φαίνεται να ήταν η μόνη λύση. Έχει δε το ελαφρυντικό ότι έγινε μετά τη μάχη της Κασσάνδρας και σκηνοθετήθηκε έτσι ώστε να θεωρηθούν ένοχοι μόνο ο Εμ. Παπάς, ο Νικηφόρος Ιβηρίτης και ο Ευθύμιος Εσφιγμενίτης. Ο πασάς, πιστεύοντας ότι το Όρος είναι καλά οχυρωμένο, αμφέβαλλε για την ειλικρίνεια των προθέσεων της αγιορείτικης αντιπροσωπίας. Τελικά, αφού διαπίστωσε την αλήθεια, αναφώνησε: «Εύγε σας καλογέροι, οπού προφθάσατε και με προσκυνήσατε …!»

Ο Λουμπούτ ήταν πολύ πονηρός και κέρδιζε περισσότερα με την τακτική της αλεπούς: έπρεπε πρώτα να γίνει κυρίαρχος της Χερσονήσου, κι ύστερα ήξερε … Έτσι, σύμφωνα με περιγραφή του Δοσίθεου: «Εφαίνετο εις όλους γλυκύς, ήμερος, και όλος γεμάτος καλωσύνην. Το πρόσωπόν του έδειχνε εις τους ανθρώπους παντοίαν ευφροσύνην και χαράν, και έλεγε προς τους καλογήρους οπού τον επροσκύνησαν, ότι διόλου ας μη υποπτεύωνται, μήτε να φοβώνται και λυπούνται, καθότι τρεις ημέρας , και όχι περισσότερον, οι άνθρωποί του θέλουν σταθεί εις το Όρος …». Οι όροι που θέτει ο Τούρκος είναι επαχθέστατοι: 3.000 πουγγιά (από το λατινικό pugio, 1 πουγγί=500 γρόσια) δηλαδή 1.500.000 γρόσια πολεμική αποζημίωση. Το τι αντιπροσωπεύει αυτό το ποσό φαίνεται αν συγκριθεί με τα 12.000 γρόσια μηνιαίο ναύλο μιας γολέτας «καλά αρματωμένης με κανόνια και λοιπά λιανά άρματα, και με ναύτας στρατιώτας πεντήκοντα», να περισκοπεί τη Χερσόνησο «νύκτα τε και ημέραν». Για την ασφαλή λήψη της αποζημίωσης ο Εμίν ζητά και δέκα έγκριτους Αγιορείτες μαζί με τις συνοδίες τους, ως ομήρους στην Κωνσταντινούπολη, ενώ 100 μοναχούς, τους «μετοχιάριους» έχουν μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη.

Επίσης ζητά να του παραδοθεί ο Εμ. Παπάς, ο οποίος κρυβόταν στο Όρος και το κρησφύγετό του γνώριζαν λίγοι. Το έργο της προδοσίας ο τούρκος αναθέτει στον Εσφιγμενίτη αρχιμ. Κύριλλο. Ο Κύριλλος συναντά τον Παπά και του αποκαλύπτει το σχέδιο του Λουμπούτ, κι έτσι οι δυό τους αναχωρούν από το Όρος με πλοίο, όμως ο ήρωας της Επανάστασης, «από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές του Αγώνος» πεθαίνει κατά το ταξίδι «εξ αποπληξίας». Ασφαλώς οι όροι θα ήταν σκληρότεροι αν η Ιερά Κοινότης δεν είχε τη σύνεση να ασφαλίσει τον καϊμακάμη του Όρους μαζί με τους υπαλλήλους του στη Μονή Κουτλουμουσίου, καθόλο το διάστημα των πολεμικών επιχειρήσεων. Στο μεταξύ οι βάρβαροι ξεσπούν με εκδικητική μανία στον ανδρισμό της φυλής μας. Κάποιες φράσεις από ένα έγγραφο της Ιεράς Κοινότητος (1 Μαρτίου 1822) είναι εν προκειμένω αποκαλυπτικές: οι τούρκοι οργώνουν το Όρος «ζητώντας άρματα και παιδιά …, περπατούν εις τα κελλιά από σπίτι σε σπίτι γυρεύοντας παιδιά …» και, γι’ αυτό το λόγο, οργανώνουν «τευτήσι» (αιφνίδιες έρευνες) στα σκηνώματα του Όρους.

Ο Λουμπούτ, μετά την ανέλπιστη εκείνη νίκη και την ολοκληρωτική επικράτησή του στη Χαλκιδική προάγεται σε βεζύρη και στρατάρχη, ενώ ο σουλτάνος, με γράμμα του προς αυτόν, εκφράζει την ευαρέσκειά του, στέλνοντας του δώρο «μίαν χρυσοποίκιλτον ερραμμένην στολήν εκ μηλωτής ερμίνας, χάρμα των οφθαλμών, ως και μίαν σπάθην με αδαμαντοκόλλητον λαβήν». Για την είσπραξη της αποζημίωσης ορίζεται ως εισπράκτορας ο άρχοντας στη Θεσσαλονίκη Βασματζής Σπανδωνής, κι αργότερα ο γιος του Κωστάκης. Ο γιος δεν ήταν του ηθικού αναστήματος του πατέρα του. Το αρχικό ποσό των 3.000 πουγγιών, πριν περάσει χρόνος, βρίσκεται αυξημένο κατά 10%. Για τη γρήγορη και αποτελεσματική είσπραξη της αποζημίωσης, οι τούρκοι βασανίζουν τους όμηρους: «έδειραν όλους ανηλεώς και κατ’ εξοχήν τον κυρ Σπανδωνήν …. και ευρίσκεται ημιθανής». Μέχρι αυτή τη στιγμή πέθαναν και δύο μοναχοί, από τα μαρτύρια. Τα μοναστήρια, για να μπορέσουν να ξοφλήσουν το βαρύ τίμημα, πουλούν ό,τι έχουν ή πέφτουν στα δίχτυα εβραίων και τούρκων τοκογλύφων. Η ερήμωση του Όρους και της λοιπής Χαλκιδικής είναι τραγικά και αξιοθρήνητη: «Τι παιδείαι, τι τυραννίαι είναι εις τα λοιπά μοναστήρια, δεν ημπορούμεν να σας παραστήσωμεν. Είναι σχεδόν απερίγραπτα…». Κι αλλού: «υπεμείναμεν πύργους, φυλακάς, δεσμά, άλυσες, κρεμάλες κατακέφαλα …κανείς δεν μας ελυπήθη …».



Ο αριθμός των μοναχών από «2.980 ονόματα», τον Αύγουστο του 1821, μειώθηκε σε λίγους μήνες, κατά δύο τρίτα. Όλοι οι μοναχοί «δεν συμποσούνται ούτε εις χιλίους …άλλοι μεν τρέφονται εκ των ψιχίων των ταγινίων (ελλ. ταγή> τουρκ. Tayin = μερίδα, σιτηρέσιο) των στρατευμάτων, και άλλοι με χόρτα μόνον …». Είναι «μεγάλη η συμφορά και παντελής ο αφανισμός των εν αυτώ (Αγίω Όρει) ενασκούντων δυστυχισμένων πατέρων», αλλά και των μονών, οι οποίες έφθασαν «εις τέλειον γονατισμόν». Οι τούρκοι συνεχίζουν να «παιδεύουν, να τυραννούν τους ανθρώπους» και η Ιερά Κοινότης να προκαλεί το μαρτύριο: «αν είναι του βασιλέως να μας χαλάση, ας μας χαλάση μίαν ώρα πρωτύτερα …». Σ’ άλλο γράμμα της η Ιερά Κοινότης γράφει στον Εμίν: «κόπιασε μόνος εις τα μοναστήρια, και ό,τι εύρης πάρετα. Ημείς είμεθα ευχαριστημένοι να μας αφήσης με το υποκάμισο…» Ο Άθως στενάζει, χωρίς να βρίσκει διαφυγή. Από την ημέρα της συνθηκολόγησης (15 Δεκ. 1821) βρίσκονται εγκατεστημένοι στο Όρος 3.000 τούρκοι οπλίτες. Στη Λαύρα μόνο εγκαθίστανται 372 καθώς και 61 άλογα. Όλοι αυτοί, απάνθρωποι και υπάνθρωποι, με το γνωστό αγέρωχο ύφος του βάρβαρου νικητή, τρέφονται από τις Μονές και υπηρετούνται από τους μοναχούς καθόλο το διάστημα των 100 μηνών που μένουν εδώ.

Οι μοναχοί, όπως πληροφορεί επιστολή της 27-2-1825, «καθημερινώς σχεδόν αγγάριαις και ξύλα κουβαλούσιν εις τους ώμους». Άλλοι σκόρπισαν «ένθεν κακείθεν», άλλοι «ανηλεώς εξ αυτών εθανατώθησαν δια ποικίλων βασάνων και άλλοι κουλοί και μυσιροί έμειναν». Εδώ «ούτε γη σπείρεται, ούτε αμπελώνες καλλιεργούνται ούτε άλλο τι χρήσιμον εργόχειρον δουλεύεται». «από μεν το εν μέρος τα αδιάκοπα μηνιαία των στρατιωτών, από δε το άλλο αι καταδρομαί των κατηραμένων ληστών, οίτινες επροξένησαν τα μεγαλείτερα κακά δι’ ημάς και έφερον εν ενί λόγω την παντελή ερήμωσιν του Τόπου».

Σ’ άλλο γράμμα, του δικαίου της Αγίας Άννης, σημειώνεται με παραστατικότητα: «Οι εναπολειφθέντες απεκάμαμεν …μίαν σπιθαμήν αι γλώσσαι μας έξω κρεμασμέναι ωσάν τους ψωριασμένους σκύλους. Αγγαρίαις εις 25 νεφέρια (στρατώνες) οπού δεν προφθάνομεν να τους υπηρετώμεν … Εις τρεις μήνας μόνο λογαριαζόμεθα να εξοδεύθη λάδι μόνον έως τριακοσίας οκάδας, αφήνομεν τα λοιπά».

Το διοικητικό κέντρο του στρατεύματος βρίσκεται στη Μονή Βατοπεδίου. Επικεφαλής είναι ο σερασκέρης Μουράτ αγάς που διορίστηκε από τον ίδιο τον Λουμπούτ. Ο Μουράτ, σκληρός και βάρβαρος, ξεσπά ακόμα και στα κτίσματα. Συχνά ηγείται των βανδάλων ομόθρησκών του που καταστρέφουν καθετί Χριστιανικό. Η μανία τους είναι ακόρεστη: «αι άγιαι εικόνες εκεντήθησαν, οι οφθαλμοί των αγίων των εν τοις τοίχοις ιστορημένων εξωρύχθησαν, τα ιερά σκεύη και κειμήλια ηρπάγησαν, μοναχοί εφονεύθησαν και άλλα δεινά απερίγραπτα συνέβησαν δακρύων άξια …». Οι κακίες τους «δεν γράφονται όλαι καταλεπτώς. Μήτε αυτούς τους θείους ναούς αφήκαν οι ασεβείς, χωρίς να τους βεβηλώσουν και να τους μολύνουν, διαφθείροντες τας ιστορίας των (τις αγιογραφίες τους)».

Ο αγάς βέβαια αντέγραφε τον πασά, που έδινε υποσχέσεις πως θα τηρηθούν κάποιοι στοιχειώδεις όροι ανθρωπιάς προς τους ηττημένους, και όλο γινόταν πιο θηριώδης. Για τον Εμίν έγραψαν οι προϊστάμενοι της Βατοπεδίου: Μέχρι χθες «επολιτεύετο η αλωπεκή, σήμερον επαρρησιάσθη η λεοντή». Συνεχώς, χωρίς αιτία, ανατρέπει τα συμφωνημένα και αυξάνει το ποσό της αποζημίωσης. Χρησιμοποιεί την κλασική μέθοδο των βασανιστηρίων για ν’ αποσπάσει το τυχόν μυστικό, που αφορά την απόκρυψη των κειμηλίων της μονής: «Την Δευτέραν στέλλει καβάσην και σηκώνει τον καθένα με ποδοκόπι (η «ποδοκάκη» των αρχαίων, λέγεται και «μποκαγιάς» και «τουμπρούκι» και «ξύλον» χοντρόν-χοντρόν».

Η φυλακή, ο πύργος του Πρωτάτου, είναι γεμάτη: «Από χθες (14 Μαρτίου 1822) έβαλαν εις τον πύργον κελλιώτας και μοναστηριακούς και σήμερον ετοίμασε (ο Εμίν) ξύλα και άλλα παιδευτήρια δια αύριον». Επίσης ζητά και παίρνει το λάδι απ’ όλα τα σηνώματα του Όρους «ως 50 χιλιάδες οκάδες». Επίσης μολύβι του ίδιου βάρους καθώς και τα χαλκά και αργυρά σκεύη. Αρπάζει ακόμα, κι όλη την παραγωγή των λεπτόκαρων. Και πάντοτε, με ακόρεστη πλεονεξία, αρπάζει. Έχει μεγάλη προτίμηση στο γιδίσιο κρέας: «θέλει κάθε ημέραν από ένα κατσίκι»! Από την άλλη ο Μουράτ κάποια στιγμή ζητά από τις Μονές Βατοπεδίου και Ζωγράφου 12 κατσίκια. Κι οι μοναχοί, χωρίς να εκπέσουν της αξιοπρέπειας συνιστούν: Να δώσουμε ό,τι ζητούν «κατά την δύναμή μας. Να ελπίζωμεν εις το θείον έλεος, και δεν θέλει μας αφήσει. Ας τα δίδωμεν … έως να έλθη ο μέγας αγανακτισμός και η ποινή του αγίου Θεού εις την κεφαλήν του».

Και ο «αγανακτισμός» ήρθε. Οι δύο αξιωματούχοι κατά τα μέσα του 1824 πέφτουν στη σουλτανική δυσμένεια, δημεύεται η περιουσία τους και καταντούν ζητιάνοι .

Όλοι οι αγάδες είναι ίδιοι. Ένας αγάς, κάθε λόξα «οπού του προήρχετο από την υποχονδρίαν του, δεν ελείψαμεν να φέρωμεν ιατρόν και να τον βαστάζωμεν επί πολλάς ημέρας δια να τον περιθάλπη και να τον παρηγορή και να τον ιατρεύη με έξοδά μας …και να τον ευχαριστούμεν με φιλοδωρίας αδράς προς ευχαρίστησίν του με όλην μας την πτωχίαν και δυστυχίαν …», γράφει η Σύναξη. Κι άλλος: «κακοποιεί αναιτίως και καταζημιοί αδίκως τον τυχόντα αθώον και άπταιστον μηδόλως θέλων να ηξεύρει νόμον και δικαιοσύνην …καταχαρπαλαδίζει τον καθ’ ένα μετά θυμού και οργής χωρίς νισάφι … θέλει τον χρόνον δεκαπέντε – είκοσι πουγγεία …πολλούς δούλους και πολλά έξοδα δια μεγαλοπρέπειάν του, οπού ημείς καθημερούσιον αποθνήσκομεν εις τας φυλακάς …αυτός θέλει μουτπάκια (=μαγειρέματα) και τραπέζια πλουσιώτατα με δέκα και δεκαπέντε σαχάνια (=πιάτα) εις καιρόν οπού ημείς ψωμί δεν έχομεν να φάγωμεν …».

Αλλά η αποζημίωση δεν είναι δυνατόν να αποπληρωθεί. Η Ιερά Κοινότης με μια «αναφοράν ολοσφράγιστον» (27 Μαρτίου 1823) ζητά απ’ το Πατριαρχείο να μεσιτεύσει για την έκδοση δύο φιρμανίων «του μεν προς πώλησιν των εν Μολδοβλαχία και αλλαχού κτημάτων, του δε προς αναβολήν της πληρωμής των 1.000 πουγγίων» που έπρεπε να πληρωθούν αμέσως. Λίγο πριν, η Μονή Χιλιανδαρίου, στην απόγνωσή της ενεχυριάζει το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού, για να δεχτεί τη μομφή του Σπανδωνή: «Εντροπή, πατέρες, αφήσατε τον Χριστόν να περιφέρηται εις τας χείρας των θεοκτόνων!». Και η δραματική απολογία των χτυπημένων από τις συμφορές Χιλιανδαρινών (Ιανουάριος 1823): «ψωμί δεν έχομεν, τα βάρη ανυπόφορα, έλεος από κανένα μέρος δεν γίνεται εις ημάς. Δεν έχομεν νουν εις το κεφάλι μας, εχάθημεν παντελώς, ηφανίσθημεν διόλου. Εξεγυμνώθημεν πανταχόθεν και ελπίς ουδεμία …»!

Κι ο αριθμός των μοναχών συρρικνώνεται. Το Φεβρουάριο 1824 «γενομένης ακριβούς καταγραφής των κατοίκων με γηραλαίους, σακατεμένους, κολούς, στραβούς και ζητούλους, μετά βίας ευρέθησαν ψυχαί εν τοις σώμασιν αναπνέουσαι, μόλις υπέρ τας επτακοσίας, με γυμνά και πεινασμένα σώματα και ταλαιπωρημένα», ενώ το 1826 αριθμούνται 590: στη Μονή Σιμωνόπετρας βρίσκεται ένας μοναχός. Στην Παύλου, κανένας. Συνέπεια αυτού: οι θεσμοί όλοι σχεδόν βρίσκονται αθετημένοι. Αλλά και ο αριθμός των κρατουμένων συρρικνώνεται. Επιστολή των Εσφιγμενιτών προς την Μονή Βατοπεδίου αναφέρει (Μάρτης 1823) ότι αρκετοί κρατούμενοι πέθαναν από τα δεινά, ενώ τους λοιπούς «εκόλλησε μία ασθένεια νοσωδεστάτη από την πολυκαιρίαν, και εν αυτώ ακολουθεί και θάνατος». Οι φυλακισμένοι μοναχοί στη Θεσσαλονίκη, «όντες τον αριθμόν όλοι ογδοήκοντα και δύο» πέθαναν, αφού «κάθε ημέραν τους εράβδιζεν ο τύραννος χωρίς λύπην εις τους πόδας».

Σ’ όλα τα μαρτύρια των Αγιορειτών συντελούσαν και οι εβραίοι: «… τους αγώνας και τα μαρτύρια και όλας τας μηχανάς των ασεβών, τους κρεμαστήρας όλους εκείνους, τους καθ’ εκάστην ραβδισμούς, τους πολλούς εμπαιγμούς, τα μύρια αναγελάσματα εξ Αγαρηνών και Ιουδαίων …».

Όσο περνά ο καιρός, τόσο και οι συνέπειες από την εγκατάσταση των τούρκων στα σκηνώματα αυξάνουν την ερήμωση. Το μόνο πολύτιμο που έμεινε στις Μονές είναι οι μολυβένιες πλάκες στις σκεπές των ναών, τις οποίες κρατούν οι μοναχοί στις θέσεις τους με κάθε θυσία. Χαρατζής (= φοροεισπράκτορας) που στέλνεται από την Πύλη για τη λήψη του ετήσιου φόρου στάθηκε αδύνατο να συγκεντρώσει το μουκατεσά (=καθυστερημένα χρέη) που έφτανε τις 17.945 γρόσια. Έτσι υποχρεώνει τους Αγιορείτες «να δανεισθώσιν από σαράφην με διάφορον αδρόν σαραφικόν» 12.000 γρόσια, ώστε να συμπληρωθεί το ποσό. Αυτά πληροφορεί σε γράμμα του (16 Αυγούστου 1828) ο πατρ. Αγαθάγγελος.

Τέλος στις 13 Απριλίου του 1830, την Κυριακή του Θωμά, τα δεινά του Άθω παίρνουν τέλος. Ο τουρκικός στρατός αποχωρεί και σιγά σιγά θ’ αρχίσει ν’ αποκαθίσταται η τάξη. Την 1 Ιουνίου του ιδίου έτους αρχίζει και η λειτουργία της Επιστασίας. Το τίμημα σε ζωές, κτίρια και κειμήλια ήταν αδρότατο. Όμως όλ’ αυτά ωφέλησαν την Ελληνική Επανάσταση. Δεν ήταν μόνο η 9χρονη καθυστέρηση πολλών Τούρκων οπλιτών μακριά από τις εστίες πολέμου στη Ν. Ελλάδα, αλλά και η εξάμηνη καθυστέρηση 10.000 άλλων κατά το 1821 στη Χαλκιδική. Κι όλα αυτά τα καλά οφείλονται στους Αγιορείτες, σύμφωνα και με τη φράση του θηριώδη εκείνου σερασκέρη Μουράτ, προς αυτούς: «αυτή η αποστασία έγινε από σας τους καλογήρους …».


Οι μοναχοί, όσοι έμειναν κατά το διάστημα εκείνο στο Όρος, κυριολεκτικά «εθανατομάχησαν  και υπέφεραν εν άκρα υπομονή και γενναιότητι τοσαύτας βασάνους επί δεκαετίαν εν τω ιερώ αυτώ τόπω, και με θυσίαν της ζωής των διετήρησαν τα ιερά σκηνώματα …» όπως αναφέρει σε έγγραφό του ο πατρ. Κωνστάντιος 1830). Αυτοί οι μοναχοί είναι οι πιο ηρωικοί άντρες σ’; όλη την Ιστορία  του Αγίου Όρους. Οι φόροι που πλήρωνε το Όρος ετησίως έφταναν τις 20.000 γρόσια. Το ποσό αυτό κατά την περίοδο που εξετάζουμε, υπερτετραπλασιάστηκε, φτάνοντας τις 89.000 . Εκτός από την πάγια εισφορά των 200.000 γρ.

Η εξέγερση θα είχε, οπωσδήποτε, άλλη έκβαση, αν βρισκόταν ένας καλός πολέμαρχος στη Χαλκιδική  του τύπου Ανδρούτσου, Κολοκοτρώνη, Μακρυγιάννη. Επίσης και μεταξύ των Αγιορειτών, αν βρισκόταν ένας μοναχός με πολεμική φλόγα, αλλά και ανάλογη αγιότητα, του ύψους του Πατροκοσμά, αλλιώς θα εξελίσσονταν όλα.  Γενικά οι Αγιορείτες θα μπορούσαν να βοηθήσουν περισσότερο. Ίσως να μη συνειδητοποίησαν βαθιά πως «όλα τα ιερά μοναστήρια, η δόξα, η ησυχία, η ζωή σας, τα πάντα κρέμανται από την σωτηρίαν του Γένους..», όπως επέστελλε  προς αυτούς ο Δημήτριος Υψηλάντης  και συνέχιζε με την προτροπή: «και αυτούς τους χρυσούς και αργυρούς κόσμους των ιερών εικόνων πρέπει να τους μεταχειρισθείτε κατά των ασεβεστάτων εικονομάχων … Δείξατε, λοιπόν, τον ιερόν ζήλον σας, γενναίοι στρατιώται του Χριστού …!»  Αλλά και σ’ άλλη επιστολή του (12 Ιουλίου) ο γενναίος στρατηγός εκφράζει την ευχή, και το Άγιο Όρος «να αγωνισθή γενναίως και με σώματα και με χρήματα. Όχι μόνον δια την ατομικήν του σωτηρίαν, αλλά και, ει δυνατόν, δι’ όλην την ελευθερίαν του γένους, από το οποίον έλαβε την ύπαρξίν του και την δόξαν του, και χωρίς τούτου δεν ημπορεί να σωθεί …» Τα αυτά περίπου λόγια θα χρησιμοποιήσει, λίγα χρόνια μετά, και ο Δημ. Τσάμης Καρατάσσος. Υπήρξαν στην Ιστορία κρίσιμες ώρες, κατά τις οποίες η Εκκλησία χρησιμοποίησε πολύτιμα σκεύη της για το γενικό καλό. Η επιστολή του Αγίου Διονυσίου, που είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο προτρέπει σε τέτοιες πράξεις.

 Η παραπάνω αυστηρή κρίση δεν συμφωνεί ποσώς με το λόγο του Παπαρρηγόπουλου ότι οι μονές του Αγίου Όρους  «ούτε προθυμίαν ούτε καρτερίαν ικανήν έδειξαν», διότι ο λόγος εκφράζει πρόχειρη εκτίμηση. Εξάλλου «αν τούτο ούτως είχε δεν θα ετιμωρούντο  (οι Αγιορείτες) πικρώς, ως αυτός ούτος (ο Παπαρρηγόπουλος) λέγει, αλλά μάλιστα θα ημείβοντο γενναίως». Θα ήταν ουσιαστική η βοήθεια του Όρους, αν αυτό συνέτρεχε με πυρίτιδα. Όμως τέτοια δεν υπήρχε.Μαρτυρούν οι επιστολές της Ιεράς Κοινότητος προς Ύδρα, Σπέτσες, Σκόπελο, Τρίκερι  και Δημήτριο Υψηλάντη με τις οποίες ζητούσε απεγνωσμένα πυρίτιδα, για να εφοδιάσει το στράτευμα. Μέχρι τη Μάλτα ζήτησε πυρίτιδα.  Το Όρος προμήθευε τους πολεμιστές με ό,τι είχε. Μολύβι μόνο έστειλε με μιας  6,5 τόννους, πού οι τόννοι τα ζυμωμένα ψωμιά, τα λοιπά τρόφιμα, το κρέας, τα ενδύματα.. Δεν πρέπει όμως να λησμονιέται ότι των μοναχών έργο δεν είναι ο πόλεμος, αλλά η προσευχή. Γι’ αυτό και οι Υδραίοι έγραφαν  (18 Ιουλίου 1821)  «…Ενισχύσατε, θείοι πατέρες, τους πλησίον σας χριστιανούς. Συναγωνισθήτε οι δυνάμενοι υπέρ της ελευθερίας και της πίστεως, οι δε λοιποί παρακαλείτε τον Κύριον των δυνάμεων υπέρ των αγωνιζομένων εις τον παρόντα ιερόν πόλεμον..» «Παρακαλείτε, θείοι Πατέρες, τον Ύψιστον   Θεόν, να ενισχύση το γένος των Χριστιανών δια να καταστρέψη την θαλάσσιον δύναμιν του απίστου, και τότε είσθε βέβαιοι, ότι όλον το γένος μένει ελεύθερον».

Μένει να εξετάσουμε την υποδοχή που είχαν τα ιερά κειμήλια, και οι μοναχοί που τα συνόδευαν, στην ελεύθερη Ελλάδα. Τα κειμήλια βρίσκονται ασφαλώς φυλαγμένα, μακριά από τους τούρκους, στην Ύδρα, στον Πόρο, σε άλλα νησιά, καθώς και στη Μ. του Μεγάλου Σπηλαίου. Η Βουλή, σε επανειλημμένες  συνελεύσεις, εξετάζει  «αν πρέπει  να μετακομισθώσι και αυτοί οι φέροντες αυτά μοναχοί» και, επίσης «να διορισθώσιν οι κατά τόπους αρχηγοί και έφοροι  να βάλωσιν εις πράξιν τον αυτόν διορισμόν». Στο μεταξύ οι Αγιορείτες υποβάλλουν αίτηση στη Βουλή  (16 Μαρτίου 1822) να τους δοθεί  ένα κτήμα που να καλλιεργούν για τις ανάγκες τους.  Το αίτημα γίνεται δεκτό «με την συμφωνίαν ρητώς», μετά την απελευθέρωση, «να επιστρέφεται ο τόπος εις το Γένος». Το υποδεικνυόμενο «οθωμανικόν κτήμα ποτέ», που είχε και πύργο, έκειτο  στην επαρχία  Τροιζηνίας «αντικρύ  της νήσου Πόρου».



Η γη όλη γύρω και το αμπέλι ήταν από καιρό εγκαταλειμμένα και χέρσα. Η νέα πολυμιγής  αγιορειτική αδελφότητα  των 20 Μονών του Άθω, συνολικά 40 μοναχοί, είναι κάτοχος και δύο «καλών πλοίων», που της χρησιμεύουν για ψάρεμα αλλά και μεταφορές.  Η συμφωνία αυτή είναι συμφέρουσα: οι πατέρες «θέλουν προσφέρει  καθημερινά γονυκλισίας εις Θεόν  υπέρ ενισχύσεως του φιλοχρίστου στρατού». Επίσης  με την εργατικότητα, τη φιλάδελφη διάθεση και τον ανυστερόβουλο  πατριωτισμό τους θα γίνονται και πρακτικώς «χρήσιμοι εις την πατρίδα».  Η Μ. Εσφιγμένου, της οποίας το σύνολο σχεδόν της αδελφότητος με επικεφαλής  τον Ευθύμιο μετέβη στην ελεύθερη Ελλάδα, φεύγοντας την εκδικητική μανία της τουρκιάς, πρέπει να έχει  ξεχωριστό κτήμα, και τούτο «δια τας πιστάς εκδουλεύσεις της» προς το Έθνος.

 Για τα κειμήλια το μινιστέριον  της θρησκείας (μινίστρος ο Ανδρούσης Ιωσήφ) «έστειλεν άνθρωπον πιστόν  και άξιον  εις νήσον  Πόρον μετά των Αγιορειτών, …όστις κατέγραψεν  όλα τα ιερά κειμήλια και σκεύη». Ο σπουδαίος και όσιος ιεράρχης ρίχνει δειλά τη γνώμη, «επειδή το έθνος έχει τώρα παρά ποτέ την μεγίστην ανάγκην και δείται χρημάτων … και δεν υπάρχουν άλλοθεν  δανεισταί, κρίνω συμφέρον και αναγκαίον  και όσιον το να εξαργυρωθώσιν εκ των ιερών σκευών μερικά» «περιττά ιερά», «άχρηστα σκεύη», έναντι «εθνικών ομολογιών»  που θα εκδοθούν από τη βουλή. Αποφασίζεται «να στείλει η Διοίκησις  ανθρώπους  γνωστούς, οι οποίοι με ακριβή κατάλογον να τα παραλάβωσι και να τα φέρωσιν εδώ (Κόρινθο) και έπειτα η Διοίκησις  φροντίζει  περί της ασφαλείας αυτών και του πρέποντος». Αλλά βλέπουμε, και πολύ αργότερα, να διατηρείται από τους ηρωικούς  εκείνους άνδρες ο ίδιος σεβασμός προς τα ιερά αντικείμενα.  Έτσι μετά την κορύφωση του Αγώνα, αυξήθηκαν οι ανάγκες και προτείνεται στο Βουλευτικό (πρόεδρος ο Βρεσθένης Θεοδώρητος) «να γένη σκέψις  να βαλθώσιν εις υποθήκην και να ληφθώσι  χρήματα, τα οποία να χρησιμεύσωσι  δια τας κατά γην και θάλασσαν  εκστρατείας του έθνους».


Άλλα ... αναφέρει το "Ρωμαίικο Οδοιπορικό"

 


Ἔπειτα ἀπὸ τὶς πρόσφατες δημοσιεύσεις ποὺ πραγματοποίησαν πολλὲς ἰστοσελίδες ἐκκλησιαστικῆς εἰδησεογραφίας περὶ ἐμβολιασμοῦ τῶν Ἁγιορειτῶν, καθὼς καὶ μετὰ τὶς πομπώδεις - ψευδείς ἀναφορὲς τους μέχρι καὶ γιὰ 1000 ἐμβολιασμοὺς ἐντὸς Ἁγίου Ὅρους, κατέστη ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ ἐρευνήσουμε ἀλλὰ καὶ νὰ δημοσιεύσουμε τὴν πραγματικότητα ποὺ διεστράφηκε σκοπίμως!

Ὡς «Ρωμαίικο Ὁδοιπορικὸ» ἐπικοινωνήσαμε μὲ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι καὶ μᾶς πληροφόρησαν ἐπακριβῶς γιὰ τὴν ἐπικοινωνιακὴ προπαγάνδα ποὺ στήθηκε, λαμβάνοντας ὑπόψιν τὴν ἐπιρροὴ καὶ τὸ πνευματικὸ βεληνεκὲς τοῦ Ἁγίου Ὅρους.

Ὄχι μόνο δὲν ὑπῆρξε οὐσιαστικὴ προσέλευση τῶν Μοναχῶν τῆς Ἁγιώνυμης...

Πολιτείας πρὸς ἐμβολιασμό, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἡ ἀποχή τους θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ἀνησυχητικὴ γιὰ τοὺς προπαγανδιστὲς τῆς ἐμβολιαστικῆς ἐκστρατείας!

Καὶ γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς, οἱ ἀριθμοὶ ποὺ σᾶς παραθέτουμε μιλοῦν ἀπὸ μόνοι τους:

Πρὶν ἀπὸ ἕνα μήνα περίπου, οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες κλήθηκαν νὰ δηλώσουν ἐὰν θὰ ἐμβολιαστοῦν, ὥστε νὰ γίνει καὶ ἡ ἀνάλογη παραγγελία τῶν ἐμβολίων. Ἀπὸ τοὺς 2.000 χιλιάδες Μοναχοὺς ποὺ ἐγκαταβιώνουν στὸ Ἅγιον Ὅρος, δήλωσαν ὅτι θὰ ἐμβολιαστοῦν λιγότεροι ἀπὸ 300 πατέρες, δηλαδὴ 15% τοῦ συνολικοῦ ἀριθμοῦ τῶν Ἁγιορειτῶν! Τελικὰ στάλθηκαν 400 ἐμβόλια, ἁπλῶς γιὰ νὰ ὑπάρχουν…

Θὰ ἦταν παράλειψη νὰ μὴν ἀναφέρουμε, ὅτι στὶς Καρυές πού εἶναι πρωτεύουσα τοῦ Ἁγίου Ὅρους, σχολιάζεται ἀπὸ Πατέρες ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐργαζομένους ἀρνητικὰ ὁ ἐμβολιασμὸς μὲ τέσσερις κυρίως ἄξονες:

Α) Σημαίνουσες πνευματικὲς προσωπικότητες τοῦ Ἁγίου Ὅρους ὅπως ὁ Γέρων Παρθένιος Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου, ὁ Γέρων Εὐθύμιος τῆς Ἱερᾶς Καλύβης Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στήν Καψάλα, ὁ Γέρων Γαβριὴλ τοῦ Ἱεροῦ Κουτλουμουσιανοῦ Κελλίου Ὁσίου Χριστοδούλου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ὁ Γέρων Παῦλος ἀπὸ τὰ Βουλευτήρια - MD Μοριακῆς Βιολογίας καὶ Βιοϊατρικῆς, κάλυψαν τὸ θέμα πνευματικὰ καὶ ἰατρικὰ μὲ ἀπαρέγκλιτη ἕως σήμερα ἀρνητικὴ στάση στὸν ἐμβολιασμό.

Β) Πολλοὶ δηλώνουν: «Ἀρνοῦμαι νὰ γίνω πειραματόζωο».

Γ) Μὲ τόσες παρενέργειες ποὺ προκύπτουν στοὺς ἐμβολιασμένους, ἐκτιμᾶται ὅτι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δήλωσαν ὅτι θὰ ἐμβολιαστοῦν, τελικά θά εἶναι ἀρκετὰ μικρότερος ὁ ἀριθμός.

Δ) Πολλὲς Ἱερὲς Μονὲς ἔχουν νοσήσει ἀπὸ τὸν Κορωνοϊὸ μὲ μηδαμινὲς ἀνάγκες ἰατρικῆς περίθαλψης (Καρακάλλου, Δοχειαρίου, Κωνσταμονίτου, Ζωγράφου κ.ἂ.) καὶ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὸν μέγεθος τρομοκρατίας ποὺ παρουσιάζεται.

Τέλος, ἡ Μονὴ Βατοπαιδίου θεωρεῖ ἀκατάλληλο τὸ ἐμβόλιο τῆς Pfizer καὶ μὲ δικό της ἰατρικὸ ἐπιτελεῖο κάνει ἔρευνα γιὰ ἐναλλακτικτὲς ἐπιλογές.


Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ : ΜΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ





Είχα χαθεί μέσα στα ψηλά δέντρα, στους πυκνούς θάμνους, στους ήχους του αγέρα που συνόδευε τα κελαηδίσματα των πουλιών.

Που βρίσκομαι; Που είναι το μονοπάτι; Πως βρέθηκα εδώ;  Σαν να υπνοβατούσα τόση ώρα και τώρα ξάφνου ξύπνησα. Ξεκίνησα από την Σκήτη για να πάω στο μοναστήρι αλλά…

Πάντως ακόμα είμαι μέσα στο Περιβόλι της Παναγίας…θάλασσα δεν ακούω, μονοπάτι δεν βλέπω, όμως κάτι μου ψιθυρίζει ότι καλά βαδίζω.

Ο ήλιος αρχίζει να κοκκινίζει καθώς θα ανανεώσει το ραντεβού του με τον Άθω σε λίγες ώρες.

Βαδίζω λοιπόν με μία υποφώσκουσα αγωνία μήπως με πιάσει το βράδυ εδώ έξω στην ερημιά.


«Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι…». Η προσευχή γίνεται όλο και πιο έντονη μιας και συνειδητοποιώ ότι η νύκτα αρχίζει να μου χαμογελά απειλητικά.

Βαδίζω αργά, μιας και τα πόδια μου έχουν κουραστεί. Ευτυχώς έχω λίγο νερό μαζί μου. Ακουμπώ σε μία πέτρα για να ξαποστάσω. Πρέπει όμως να μην χασομερήσω…είμαι μόνος, χαμένος, κουρασμένος…δεν έχω και πολύ χρόνο.

Το σώμα μου ζητά ανάπαυση, μα δεν το αφήνω να του περάσει.

Είμαι ακόμα ακουμπισμένος στον βράχο και προσπαθώ να βάλω μέσα στην σχολική τσάντα που έχω απ’όταν ήμουν φοιτητής, το μπουκαλάκι με το πολύτιμο νερό μου, όταν απ’ το πουθενά…όλες μου οι αισθήσεις αρχίζουν να λειτουργούν υπερεντατκά.

Ακίνητος, ένα με την πέτρα που πλέον έγινε στασίδι αποκάλυψης…

Ένας μοναχός, μεσήλικας, με μαλλιά λυμένα μέχρι τη μέση, με γένια πυκνά και ατημέλητα, με μάτια σπινθηροβόλα, διασχίζει τον νοητό δρόμο του λίγα μέτρα πιο πέρα. Όχι, δεν είναι όλα «φυσιολογικά».   

Ο μοναχός βαδίζει γοργά λέγοντας την ευχή: «Κύριε, ελέησόν με». Λέει την ευχή δυνατά, ζωντανά, σχεδόν τραγουδιστά. Εκεί που έλεγα ότι θα τον χάσω από μπροστά μου ξαφνικά ο μοναχός σταματά. Σταμάτησε για μένα; Δεν ξέρω. Δεν αντιδρώ. Απλά κοιτώ σαστισμένος τα δρώμενα.

Ο μοναχός σταματά. Σταματά βίαια και μαζί του σταματά να ανασαίνει και όλη η φύσις γύρω του. Πουλιά δεν ακούγονται, ο άνεμος σιώπασε, ακόμα και ο χρόνος λες και ξεχάστηκε…

Γυρίζει το βλέμμα του με θάρρος προς τα πίσω, τα χείλη του επιτακτικά και αγριεμένα απευθύνονται σε κάποιον που δεν τον βλέπω. Γονατίζει χάμω, με το κεφάλι του να ακουμπά τα τριβόλια και τις πέτρες.

Τι συμβαίνει; Κάνω να πλησιάσω, μα κάτι μου λέει ότι είναι κακή ιδέα. Ο μοναχός γονατιστός εκεί περνά μερικά λεπτά, νεκρική σιγή απλώθηκε γύρω μας. Φοβάμαι. Νιώθω πολύ άσχημα, θέλω να φύγω…

Ο μοναχός σηκώνεται, κάνει τον σταυρο του. «Φύγετε απ’εδώ…δεν έχετε καμία δουλειά εδώ…», είναι τα λόγια του που μου κόβουν την ανάσα.

«Μα, σε ποιους απευθύνεται»; σκέφτομαι.

Και τότε, βλέπω… Βλέπω κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Βλέπω ένα μέτρο από τον μοναχό να στέκονται… πολλές σκιές. Μαύρες, αλλοπρόσαλλες, σαν αερικά…η όσφρησή μου γεμίζει με δυσοδία, τα αυτιά μου με απαίσιους ήχους, απόκοσμους, δαιμονικούς.

«…ναι, και αυτός είναι μαζί μου τώρα…φύγετε», λέγει ο μοναχός προς τις σκιές δείχνοντας προς το μέρος μου. Ακολουθούν σπασμωδικές κινήσεις από ετούτα τα πλάσματα που μου έφεραν τόση αναστάτωση, τόση δυσφορία…φεύγουν, χάνονται μέσα στην ερημιά…

Χωρίς να χάσει καιρό, ο ρασοφορεμένος άνδρας, μου κάνει νόημα να πλησιάσω. Το σώμα μου έχει παραλύσει. Αρνείται να υπακούσει την προτροπή… «΄Ελα ευλογημένε, μην φοβάσαι….».

Δειλά, δειλά κάνω προς το μέρος του. Όσο πλησιάζω τόσο γεμίζω ηρεμία, ο φόβος σβήνει… «Θεέ μου, τι άνθρωπος είναι αυτός;» αναρωτιέμαι… Μα πριν προλάβω να ολοκληρώσω την σκέψη μου, μου απαντά: «Ένας ταλαίπωρος είμαι και εγώ, αμαρτωλός που ζητά έλεος…»

… μου χαμογελά, το πρόσωπό του φωτεινό, τα μάτια του καθάρια, η μορφή του βιβλική. «Θεέ μου, τι άνθρωπος;»

Κάνω να φιλήσω το χέρι του πριν προλάβει να το τραβήξει, μα δεν τα καταφέρνω. Με κοιτά στα μάτια, και μου λέει: «Έλα ευλογημένε, γιατί θα μας πιάσει η νύκτα, ακολούθα με…».


Το Άγιον Όρος από ψηλά

Μπροστά ο μοναχός ανοίγει τον δρόμο προς τον άγνωστο προορισμό μας. Προσπαθώ να τον προλάβω, κινείται γρήγορα και σταθερά, κινείται σαν να μην περπατά…θαρρείς ότι πετά, ότι δεν κινείται σαν άνθρωπος αλλά σαν άγγελος.

Μετά από μερικά λεπτά, ξεπροβάλει μπροστά μας μια καλύβι. Ξύλινη, μικρή, με έναν μικρό κήπο στο πλάι. «Φτάσαμε…» μου λέγει ο μοναχός. «Σήμερα θα μείνεις εδώ μαζί μου, αύριο θα πάμε στο μοναστήρι, γιατί τώρα δεν προλαβαίνουμε, θα έχουν κλείσει οι πόρτες, εκτός κι αν το μετανιώσεις και δεν θελήσεις να πας…».

«Δεν του είπα τίποτα για το μοναστήρι…πως το ήξερες;» αναλογίστηκα.

Ανοίγει η πόρτα της καλύβης και εισέρχομαι μέσα. Λες και μπήκα μέσα σε τάφο που γεύτηκε ανάσταση…πόσες πνευματικές καταστάσεις να πραγματώθηκαν σε τούτο τον τόπο…

Οι τοίχοι, γεμάτοι εικόνες. Ένα μικρό τζάκι. Κρεβάτι δεν υπήρχε. Πέντε μικρές καρέκλες, τόσο κοντές που όταν προσπάθησα να καθίσω τα γόνατά μου ακουμπούσαν σχεδόν στο στήθος μου.

Η αγριάδα της νύχτας δέσποζε έξω από την καλύβι, μέσα όμως δέσποζε μια απερίγραπτη  γαλήνη. Ο μοναχός με το που μπήκαμε δεν έχασε καιρό, πήγε προς το βάθος που υπήρχε μία υποτυπώδης κουζίνα. Άνοιξε ένα ντουλάπι και έβγαλε από μέσα μερικά παξιμάδια. Τα έβαλε μέσα σε ένα τσίγκινο πιάτο μαζί με ένα ποτήρι νερό και μου τα έφερε. «Να με συγχωρείς, ευλογημένε. Αυτά έχω τώρα…να με συγχωρείς». «Μα, τι λέτε πάτερ….ευχαριστώ πολύ για τον κόπο που κάνατε για εμένα και την βοήθεια που μου προσφέρατε…», πρόλαβα να πω πριν μου κάνει νόημα να μην συνεχίσω.

Ήπια το νερό μονομιάς. Δεν είχα όρεξη. Δεν πεινούσα πλέον, λες και είχα χορτάσει με αυτά που ζούσα.

Τα λόγια ήταν ελάχιστα που ανταλλάξαμε εκείνο το βράδυ. Δεν χρειαζόταν να πούμε και πολλά…

Έστρωσε χάμω καμιά τρεις κουβέρτες που είχε και μετέτρεψε το χώρο δίπλα στο τζάκι,κάτι σαν κρεβάτι. «Εδώ θα κοιμηθείς ευλογημένε…να με συγχωρείς που δεν έχω κάτι καλύτερο…», είπε. «Εσείς πάτερ;» ρώτησα. «Μην ανησυχείς για εμένα…».

Ήθελα να τον ρωτήσω τόσα πολλά αλλά δίσταζα. Ήθελα να τον ρωτήσω για τις σκιές που μίλησε στο δάσος, για την ζωή του, πως τον λένε, από πού είναι…όμως τίποτα δεν ρώτησα. Τον έβλεπα και μου έφτανε. Γαλήνευα. Ειρήνευα. Χαιρόμουνα.

«Τώρα φεύγω, μην φοβάσαι, εσύ κοιμήσου εδώ, εγώ θα είμαι εδώ γύρω, έχω κάποιες «δουλείες», θα τα πούμε αύριο το πρωί… ξεκουράσου». Δεν πρόλαβα να πω τίποτα. Η πόρτα της καλύβης έκλεισε και έμεινα μόνος μου με τις εικόνες των αγίων και με μία λάμπα λαδιού που έδινε μία γλυκύτητα και ζεστασιά στον χώρο.

Ύπνος δεν με έπιανε. Πήγα προς το παράθυρο μήπως δω που πήγε ο μοναχός. Πουθενά. Άνοιξα την πόρτα. Αμέσως ένα δροσερό αεράκι μου πρόσφερε απλόχερα ρίγος σε όλο μου το σώμα. Έμεινα εκεί μερικά λεπτά, άρχισα να κρυώνω. «Μα που πήγε ο μοναχός»;


Έκατσα στο σκαλοπατάκι της εξώπορτας ατενίζοντας τον ουρανό. Είχα ένα μικρό κομποσχοίνι στην τσέπη μου. Το έβγαλα. Άρχισα λέω την ευχή. Το κρύο δυνάμωνε, αλλά το έβαλα πείσμα να μην μπω τόσο εύκολα μέσα. «Εξάλλου, και ο μοναχός κάπου εκεί έξω είναι..», μου έλεγε ο λογισμός μου.

Πίσσα. Δεν έβλεπες στα δέκα μέτρα. Το φεγγάρι δεν ήταν ούτε το μισό...σύννεφα κάλυπταν τα αστέρια.

Είχα τέτοια ηρεμία μέσα μου που πρώτη φορά είχα νιώσει. Ήμουν μόνος μου σε ένα ξένο τόπο, νύκτα, και όμως ένιωθα οικεία.

Μετά από λίγα λεπτά το σώμα μου με πρόδωσε. Άρχισα να νιώθω καταβεβλημένος… Μπήκα μέσα. Έκανα τον σταυρό μου και ξάπλωσα.

Ο ήλιος δεν είχε βγει για τα καλά όταν η ξύλινη πόρτα δέχτηκε ένα διακριτικό κτύπο.

«Δι’ευχών των αγίων…ευλογημένε, ξύπνησες»; Ανασηκώθηκα, πότε πέρασε η νύκτα;

Χωρίς να το καταλάβω άνοιξα την πόρτα. Μπροστά μου είχα τον μοναχό. «Ευλογείτε πάτερ…» είπα με αγουροξυπνημένη φωνή. Εκείνος χαμογέλασε, με σταύρωσε και μου έδωσε ένα μήλο. Πεινούσα. Καθήσαμε έξω από την καλύβα για λίγη ώρα χωρίς να μιλάμε. Εγώ έτρωγα το μήλο μου και χάζευα τον γύρω χώρο. Η φύση σε όλο της το μεγαλείο.

Ο μοναχός σιωπηλός κινούσε τα χείλη του σε ρυθμούς ψαλμικούς.


Όταν τελείωσα το «πρωινό» μου, ο μοναχός με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Αδελφέ, η ζωή του ανθρώπου δεν έχει νόημα μακρυά από τον Θεό. Ότι κάνουμε σ’αυτή τη ζωή είναι ανώφελο εάν δεν γίνεται προς δόξαν Θεού. Η Παναγία τα οικονόμησε έτσι τα πράγματα ώστε να σε βρώ και να σε φιλοξενήσω για ένα βράδυ στο φτωχικό μου καλυβάκι. 

Μην ευχαριστείς εμένα, εγώ ένας δούλος είμαι. Τον Θεό να ευχαριστείς που σε αγαπά τόσο πολύ….Όσο αφορά το περιστατικό στο δάσος…ξέχασέ το, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να βλέπεις τον Θεό σε κάθε σου κίνηση, σε κάθε περίσταση και να προσπαθείς να τον ευαρεστείς…μην ρωτάς γιατί…..να Τον ευαρεστείς που σε αγαπά, που σε σώζει, που σε κρατά μέσα στην αγκαλιά Του και σε φυλάττει».

Η φωνή του ήρεμη. Σαν να είχε αλλάξει… λες και δεν μιλούσε αυτός, λες και δεν άκουγα με τα αυτιά μου…

Είχα ακούσει πολλούς ομιλητές, πολλά κηρύγματα, πολλούς θεολόγους όμως…εκείνη η φωνή, εκείνα τα λόγια με έκαναν να κλάψω…έκλαιγα από χαρά, έκλαιγα από θαυμασμό, έκλαιγα από κατάνυξη, έκλαιγα μετανοώντας για τα λάθη της ζωή μου….

«Έχε πίστη στον Θεό αδελφέ και μη φοβού…» είπε καθώς με έβλεπε να δακρύζω.

Μετά από λίγη ώρα ηρέμησα. Δεν είπα τίποτα. Δεν μου είπε τίποτα.

Σηκωθήκαμε για να πάμε στη Δάφνη μιας και αποφάσισα να φύγω…ότι ήταν να πάρω το πήρα από το Όρος.

Μετά από αρκετή ώρα φάνηκε η Δάφνη μπροστά μας. «Εδώ θα σε αφήσω, ο Θεός και η Παναγιά μαζί σου» είπε ο μοναχός που ούτε το όνομά του δεν ήξερα. Έκανα να γυρίσω προς το μέρος του να τον ευχαριστήσω…να ρωτήσω πως τον λένε. Δεν τον βρήκα, είχε φύγει. Εξαφανίστηκε τόσο ξαφνικά όσο ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου.


Ο πύργος της Ουρανούπολης

Μπήκα στο καράβι. Θα γύριζα στον «πολιτισμένο κόσμο».

Το καράβι κόντευε την Ουρανούπολη. Χαμένος μέσα σε όλα αυτά που έζησα την προηγουμένη ημέρα δεν κατάλαβα πότε φτάσαμε. Ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει από το πλοίο το οποίο χόρευε πάνω στην αφρισμένη θάλασσα.

Κατέβηκα και εγώ. Πήγα λίγο παράμερα. Τα κύματα χτυπούσαν αλύπητα την προβλήτα. Η αρμύρα γέμιζε την ατμόσφαιρα…

"Χθες χάθηκα...ή μαλλον βρέθηκα..." σκεφτόμουν.

Κάθισα εκεί για λίγο. Προσκυνητές ερχόταν και έφευγαν.

Ατένιζα προς τον Άθω…προς το Όρος που κρύβει επιμελώς την μεγαλοσύνη του.

Προσκυνητές ερχόταν και έφευγαν.

Η προβλήτα ήταν η πύλη προς την Αλήθεια, η πύλη προς ένα τάφο που ζει την Ανάσταση.

Προσκυνητές ερχόταν και έφευγαν…


  

Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος.


Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ: Ξεκίνησαν οι εμβολιασμοί – Ανακούφιση στους μοναχούς

 Ξεκίνησαν οι εμβολιασμοί κατά του covid-19 και στην αθωνική πολιτεία. Όπως αναφέρει η σελίδα makthes.gr, ένα σκάφος του λιμενικού μετέφερε χθες τις 400 πρώτες δόσεις από το εμβόλιο της Pfizer και εμβολιάστηκαν οι πρώτοι 36 μοναχοί, καθώς και εργαζόμενοι-συνεργάτες μονών, ενώ οι εμβολιασμοί θα συνεχιστούν και τις επόμενες ημέρες.

 


Το εμβολιαστικό κέντρο στήθηκε στο Κέντρο Υγείας στις Καρυές υπό την εποπτεία του διευθυντή, Κωνσταντίνου Δοκουσλή και μεταξύ αυτών που εμβολιάστηκαν πρώτοι ήταν ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου, αρχιμανδρίτης Βαρθολομαίος και ακολούθησαν μοναχοί από της μονές Ιβήρων, Κουτλουμουσίου, Σίμωνος Πέτρας που βρέθηκαν ειδικά για το σκοπό αυτό στις Καρυές. Είναι χαρακτηριστικό πως ζήτησαν να εμβολιαστούν ακόμη και μοναχοί που έχουν νοσήσει από κορονοϊό. Επίσης ενδιαφέρον έχουν εκδηλώσει και αγιορείτες που εγκαταβιούν σε σκήτες μακριά από τις Καρυές.



Όπως αναφέρεται, μεταξύ των αγιορειτών επικρατεί ανακούφιση καθώς οι αρχικές επιφυλάξεις και η άρνηση κάποιων έχουν υποχωρήσει. 


Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Επτά λόγοι στους Χαιρετισμούς


 Αρχιμ.Δαμιανού Ζαφείρη

Δύο δώρα προσφέρουμε κάθε Παρασκευή των Χαιρετισμών στην Παναγία. Δύο υπέροχα δώρα που είναι αντάξια της Μητέρας του Θεού, της Θεοτόκου, της τιμιωτέρας των Χερουβείμ και ενδοξοτέρας των Σεραφείμ. Τα θεσπέσια αυτά δώρα είναι ο Ακάθιστος Ύμνος με τους 24 Οίκους και ο Κανόνας με τις εννέα ωδές. Και τα δυο είναι αριστουργήματα της Βυζαντινής υμνολογίας, που εξαίρουν το έργο και το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο υμνογράφος στον κανόνα χρησιμοποιεί για την Παναγία τις φράσεις: «ρόδον τό ἀμάραντον, μύρον πολύτιμον, στάχυνἡ βλαστήσασα τόν θεῖον, εἴσοδος τῶν σωζόμενων, κλίμαξ , γέφυρα, ἱερόν καταφύγιον ἰσχύς καί ὄχυρωμα τῶν ἀνθρώπων, λιμήν, ἄνθος τό ἀμάραντον, τεῖχος καί ὄχυρωμα, ἄστρον ἄδυτον, τῶν ἀθλητῶν στεφάνωμα».

Όλα αυτά χαρακτηρίζουν την ξεχωριστή θέση που έχει η Παναγία στον κόσμο της αγιότητος της Εκκλησίας. Ως Μητέρα του Θεού είναι ο μοναδικός θησαυρός του πιστού, διότι προσφέρεται για την σωτηρία του κόσμου και γι’ αυτό αποκαλείται «κόσμου διάσωσμα ». Η Παναγία είναι το καταφύγιο και το λιμάνι των πιστών, διότι σ’ αυτήν βλέπουν ασφάλεια και προστασία. Και στον Ακάθιστο Ύμνο αποκαλείται « ἀστήρ , ὁδηγός σωφροσύνης, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων, γῆ τῆς ἐπαγγελίας , τό ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας , τό στέφος τῆς ἐγκράτειας , ὄχημα πανάγιον , οἴκημα πανάριστον , ἐλπίς ἀγαθῶν αἰωνίων, σκηνή τοῦ Θεοῦ καί λόγου, ἁγία ἅγιων με ῖζον , ἀσάλευτος πύργος, τό ἀπόρθητον τεῖχος». Όλα αυτά τονίζουν το μέγιστο έργο της Παναγίας για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Η τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξότερα των Σεραφείμ συνεχίζει το θείο έργο με τα πολυάριθμα θαύματα προς όσους προστρέχουν με πίστη και αγάπη στον Θεό.

Ιδιαίτερα ο Ακάθιστος Ύμνος είναι ευχαριστήριος Ύμνος και εγκώμιο στο πρόσωπο της Παναγίας για το μεγάλο θαύμα που έκανε το έτος 626 στην Κωνσταντινούπολη, νικώντας δυο μεγάλες στρατιές αλλοθρήσκων, τους Πέρσες και τους Αβάρους. Ο Ακάθιστος Ύμνος παρουσιάζει την βαθιά πίστη των προγόνων μας στο Θεό και στην πατρίδα. Αυτά τα δυό ήταν ενωμένα στην ψυχή του λαού του Βυζαντίου και εκφράζονται έντονα στον Ακάθιστο Ύμνο με το « Χα ῖ ρε νύμφη ἀ νύμφευτε » και « τῇ ὑπερμάχω στρατηγῷ τά νικητήρια». Μέ τό « χα ῖ ρε νύμφη ἀ νύμφευτε » παρουσιάζεται το κοσμοσωτήριο έργο της Παναγίας και με το « τῇ ὑπερμάχω στρατηγῷ » τονίζονται τα θαυμαστά γεγονότα της ιστορίας του Βυζαντίου. Τα θρησκευτικά και τα εθνικά ιδεώδη συνυπάρχουν στο λαό του Βυζαντίου. Η έννοια της θρησκείας και της πατρίδος λαμβάνουν ιδιαίτερο χώρο στη συνείδηση του λαού αυτού.

Η εθνική και η θρησκευτική συνείδηση

Ὁ Ακάθιστος ύμνος μας καλεί να μαθητεύσουμε στην ιστορία των προγόνων μας, για να ωφεληθούμε από τα διδάγματά της για τους κοινούς θρησκευτικούς και εθνικούς αγώνες τους. Οι έννοιες της πίστεως και της πατρίδος συνυπήρχαν στην συνείδηση του λαού του Βυζαντίου. Η πίστη και η ελευθερία ήταν τα μοναδικά ιδανικά των και γι’ αυτά πολεμούσαν μέχρι θυσίας.

Η έννοια της πατρίδας ήταν συνυφασμένη με την έννοια της θρησκείας, διότι σ’ αυτήν υπήρχαν τα ιερά και όσια της πίστεώς των. Ακόμη και οι αρχαίοι πρόγονοί μας έδιναν μία ιερότητα στην έννοια της πατρίδος και αυτό το τονίζει ο σοφός Σωκράτης: «Μητρός τέ καί πατρός καί τῶν ἄλλων προγόνων ἁ πάντων τιμιώτερον ἐστιν ἡ πατρίς καί σεμνότερον καί ἁγιώτερον…» (=Και από την μητέρα και από τον πατέρα κι όλους γενικά τους άλλους προγόνους πιο πολύτιμο αγαθό είναι η πατρίδα και πιο σεβαστό και πιο ιερό…). Ο δε στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του έγραφε: « Γλυκύτερον πρᾶγμα δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν πατρίδα καί τήν θρησκεία». Και ο Κωστής Παλαμάς γράφει με τόλμη: « Δέν ζεῖ χωρίς πατρίδα ἡ ἀνθρώπινη ψυχή».

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι στην πατρίδα εμπιστευόμαστε τη ζωή μας, τη ζωή των παιδιών μας, την τιμή μας, τα ιερά και τα όσιά μας. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να αγαπάμε την πατρίδα μας και να έχουμε εθνική συνείδηση. Διότι η εθνική συνείδηση δηλώνει κοινούς αγώνες, κοινή γλώσσα και θρησκεία και κοινές παραδόσεις.

Η εθνική και η θρησκευτική συνείδηση πρέπει να πορεύονται μαζί, όπως η ενότητα ενός έθνους και η πίστη στο Θεό, η αρετή και το θείο. Και οι δυο μαζί οδηγούν στην ομόνοια ενός έθνους. Το παρελθόν της Ελλάδος είναι λαμπρό με τις ηρωικές μορφές της που την διέκριναν από όλα τα έθνη του κόσμου. Οι ιερές παραδόσεις εξυψώνουν την εθνική συνείδηση για νέους αγώνες και θυσίες.

Η πίστη στα υψηλά ιδανικά εμπνέει το πνεύμα της άμιλλας, της ενότητας και συνεργασίας που ξυπνά τον Έλληνα από τον λήθαργο της αδιαφορίας και της ατομικής ευμάρειας. Ας ξεχάσουμε τους φανατισμούς μας, τις μισαλλοδοξίες, τις αδικίες και τα μίση που διασπούν την ενότητά μας, διότι η ελληνική ιστορία μας έχει διδάξει ότι τίποτε καλό δεν έχουμε επιτύχει με τις διχόνοιες. Όπως προέτρεπε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τους Έλληνες, «να’ στε μονιασμένοι».

Ορθοδοξία και Ελληνισμός

Πάντοτε η Ορθοδοξία ήταν παράγοντας ενότητας, ειρήνης και συμφιλιώσεως των Ελλήνων, διότι κηρύττει την ελευθερία και την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων. Βλέπει το ανθρώπινο πρόσωπο ως εικόνα του Θεού και το σέβεται προσφέροντάς του τα υψηλά ιδανικά και τις θεανθρώπινες αξίες του Χριστιανισμού. Η Ορθοδοξία στοχεύει να δημιουργήσει ώριμους και υπεύθυνους ανθρώπους με υψηλούς σκοπούς, ώστε να συμβάλλουν για μια καλύτερη κοινωνία, η οποία να εμφορείται από τις αξίες της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της αγάπης.

Ως ορθόδοξοι χριστιανοί έχουμε την προσωπική ευθύνη για ορθόδοξο και ελληνικό ήθος. Και τα δυο μαζί να συμπορεύονται και να κατευθύνουν την ψυχή του Έλληνα σε νέους αγώνες και θυσίες. Είναι αλήθεια ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό τη μεγάλη αξία της θρησκείας και της πατρίδος.

Μπορεί να αισθανόμαστε αδύναμοι μπροστά στις δυνάμεις των μεγάλων εθνών, στις υπεράριθμες στρατιές άλλων χωρών, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι 12.000 στρατιώτες που είχαν μείνει στα τείχη της Κωνσταντινούπολης με τον πατριάρχη Σέργιο και τον φρούραρχο Βώνο πολέμησαν τις μυριάδες των Περσών και των Αβάρων , που κτυπούσαν αλύπητα τα φρούρια της Κωνσταντινούπολης από ξηρά και θάλασσα. Η νίκη των βαρβάρων ήταν σίγουρη, αλλά δεν είχαν υπολογίσει την πίστη των ολιγάριθμων χριστιανών. Η Παναγία έκανε πάλι το θαύμα της και ως Στρατηγός διηύθυνε το στράτευμα, προσθέτοντας την δύναμη του Θεού και κατατροπώνοντας τις εχθρικές δυνάμεις των Περσών και των Αβάρων. Η δύναμή μας είναι η πίστη μας στο Θεό και την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία ως Υπέρμαχος Στρατηγός θα οδηγήσει την Ορθοδοξία και τη μικρή Ελλάδα και σε άλλα θαύματα, αρκεί εμείς να είμαστε σταθεροί στην πίστη και στα ιδανικά μας.

Η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός πορευόμενοι μαζί δίνουν μήνυμα και πρόσκληση στον σύγχρονο κόσμο, προσφέροντας τις παραδόσεις και την πνευματική κληρονομιά της. Πάντοτε η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός υπήρξαν ενωμένοι και αυτό δηλώνεται με την σφραγίδα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Είναι οι δυο όψεις του αυτού νομίσματος.

Η κρίση των αξιών

Σήμερα ζούμε σ’ έναν κόσμο που η ελληνική κοινωνία απειλείται από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς και συγχρόνως διέρχεται κρίσεις, από τις οποίες κινδυνεύει να χάσει την ταυτότητά της. Ξεκινά από τη κρίση των αξιών και των ιδεολογιών και φθάνει μέχρι την κρίση του ανθρωπισμού, της ηθικής, της οικογένειας και της παιδείας. Αυτό που κυριαρχεί περισσότερο είναι η κρίση των ηθικών αξιών, από την έλλειψη της αγάπης και της προσφοράς. Ακόμη ένας αφανής κίνδυνος είναι η κρίση των συνειδήσεων των ανθρώπων, που νεκρώνονται εξαιτίας του ατομισμού και της μοναξιάς.

Σήμερα η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός δίνουν την δική τους μαρτυρία σε όλο τον κόσμο, προβάλλοντας τις πνευματικές τους αξίες στο δυτικό τρόπο ζωής, ο οποίος αποχαυνώνει το ανθρώπινο πρόσωπο και προξενεί μία νέα απαξία, του μηδενισμού και της στείρας λογικής. Η μεν Ορθοδοξία εκτός από μία μυστηριακή εκκλησιολογική ενότητα, δημιουργεί ένα συγκροτημένο άνθρωπο με ορθόδοξο ήθος. Ο δε Ελληνισμός με τον πολιτισμό του προσφέρει ένα κοινωνικό γίγνεσθαι στο σημερινό άνθρωπο, για να ξεφύγει από το λαβύρινθο των αδιεξόδων που μαστίζουν την κοινωνία. Η Ορθοδοξία προβάλλει τον εσταυρωμένο Ιησού Χριστό, ο Ελληνισμός την ακρόπολη των αξιών, την Δημοκρατία με όλα τα υγιή στοιχεία της. Η Ορθοδοξία με την λατρεία της ενώνει τον πιστό με τον Θεό, για να νικήσει τις δυνάμεις της αμαρτίας και να τον οδηγήσει πλέον στη θεία ζωή του καινού κόσμου του Θεού. Ο Ελληνισμός προβάλλει την αρετή του Σωκράτη, την ηθική του Πλάτωνα, την ανδρεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα υψηλά ιδανικά σοφών ανδρών. Και σήμερα υπάρχουν πολλοί που επιβουλεύονται την ακεραιότητα της Ελλάδος, προσβάλλοντας την εθνική συνείδησή μας με το να αλλοιώνουν την ελληνική Ιστορία (όπως με την ονομασία της Μακεδονίας των Σκοπίων). Επίσης εσωτερικοί εχθροί που προσβάλλουν το ορθόδοξο φρόνημα του Ελληνικού λαού, προβάλλοντας ξενόφερτα πρότυπα ζωής, ιδέες και δοξασίες άλλων χωρών. Προσπαθούν με όλα αυτά να μειώσουν την δύναμη της Ελλάδος και να δεσμεύσουν την ελευθερία της πίστεως του λαού. Στην Ελλάδα γεννήθηκαν ο λόγος και η ελευθερία και η Ελλάδα μεγαλούργησε γιατί πίστευε σε υψηλά ιδανικά και αξίες που την διέκριναν από τις άλλες χώρες του κόσμου. Και σήμερα, αν αγαπάμε την πατρίδα και την Ορθοδοξία μας, είναι ανάγκη να υψώσουμε την φωνή μας τόσο σε ξένους επιβουλείς όσο και σ’ εκείνους που ζητούν να σκλαβώσουν την θρησκευτική πίστη μας είτε σε μια ταυτότητα ή σε ξενόφερτες παραθρησκείες και αιρέσεις που αλλοιώνουν την ορθόδοξη ελληνική παράδοση. Και πάλι η Παναγία θα κάνει το θαύμα της για να μας προστατέψει από εχθρούς, όπως την εποχή εκείνη, αρκεί η πίστη στον Θεό να είναι δυνατή και σταθερή.

Πηγή: www.apostoliki-diakonia.gr, από το βιβλίο: Επτά λόγοι στους Χαιρετισμούς, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1998, σελ. 47-54.


ΣΗΜΕΡΑ Η Α' ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ


Οι Χαιρετισμοί, ή αλλιώς και Ακάθιστος Ύμνος είναι ένα μεγάλο και σπουδαίο ποίημα, γραμμένο τον 6ο αιώνα μ.Χ., που μιλάει στην Παναγία και της λέει επαίνους, ευχαριστίες και προσευχές.

Οι Χαιρετισμοί εμπερικλείουν σε ποιητική μορφή, με πανέμορφα λόγια, όλες οι βασικές διδασκαλίες της Ορθοδοξίας για το Χριστό, την ενανθρώπισή του, το ρόλο της Παναγίας για τη σωτηρία του ανθρώπου, την αγνότητα και την αγιότητά Της κ.λ.π., αλλά και για τον αγώνα του ανθρώπου για ένωση με το Θεό και τη βοήθεια που ζητάει από το Χριστό και την Παναγία γι” αυτό τον αγώνα.

Ποιητής των Χαιρετισμών είναι μάλλον ο άγιος Ρωμανός ο Μελωδός, ένας από τους μεγαλύτερους ελληνόγλωσσους ποιητές όλων των εποχών.

Το ποίημα είναι μελοποιημένο, έχει μουσική και ανήκει στο είδος κλασικής μουσικής του Βυζαντίου που λέγεται «κοντάκιο». Έχει 24 στροφές «οίκους», οι οποίοι αρχίζουν, με τη σειρά, από τα 24 γράμματα της αλφαβήτου.

Πολύ όμορφοι Χαιρετισμοί έχουν γραφτεί και για πολλούς άλλους αγίους, αλλά οι Χαιρετισμοί της Παναγίας είναι η βασική έμπνευση για όλους τους άλλους που έχουν γραφτεί μετά.

Τον 7ο αιώνα, όταν ο λαός της Κωνσταντινούπολης σώθηκε από την επίθεση των Αβάρων μετά από παρέμβαση της Παναγίας, όλοι έψαλλαν στην Αγία Σοφία τον Ακάθιστο Ύμνο όρθιοι, εξ’ ου και το όνομά του. Τότε, μάλλον, γράφτηκε το πασίγνωστο αρχικό τροπάριο «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ».

Η Ορθόδοξη Εκκλησία ψάλλει τους Χαιρετισμούς κάθε Παρασκευή βράδυ, τις πρώτες 5 εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής.

Για την ακρίβεια, κόβουμε τους Χαιρετισμούς σε 4 κομμάτια, λέγονται «4 στάσεις» και λέμε από ένα κάθε Παρασκευή, ενώ την 5η Παρασκευή λέγεται ολόκληρο το έργο.

Τους Χαιρετισμούς τους απαγγέλλει με τη μουσική τους ο ιερέας. Πριν απ” αυτό, οι ψάλτες έχουν ψάλει ένα άλλο περίφημο μουσικό και ποιητικό έργο, που λέγεται «κανόνας των Χαιρετισμών» (οι κανόνες είναι ένα άλλο είδος βυζαντινής κλασικής μουσικής) και δημιουργός του είναι ένας ακόμη κορυφαίος ποιητής και μουσικός του Βυζαντίου, ο άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος.

Πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί μέσα στους αιώνες (και σήμερα) συνηθίζουν να διαβάζουν τους Χαιρετισμούς κάθε βράδυ, πριν κοιμηθούν, αντί για άλλη προσευχή. Από τις πολλές φορές, συχνά τους μαθαίνουν απ” έξω.

Η συνήθεια αυτή είναι πολύ ωραία και σωστή, αφού οι ορθόδοξοι προτιμούμε να προσευχόμαστε με τις προσευχές της Εκκλησίας, παρά με προσευχές που δημιουργούμε εκείνη τη στιγμή (αν και λέμε στο Θεό και τέτοιες, αυτοσχέδιες, προσευχές).

Ένας λόγος είναι ότι έτσι ο νους μας ξεκουράζεται και μπορεί να γίνει η προσευχή κυρίως με την καρδιά, δηλ. να στραφούμε ψυχικά προς το Θεό, χωρίς να απασχολούμαστε με το να φτιάξουμε εκείνη την ώρα τα λόγια που θα του πούμε.

Και φυσικά, όταν διαβάζουμε μια προσευχή από βιβλίο (π.χ. τους Χαιρετισμούς ή ένα παρακλητικό κανόνα), ξέρουμε τι ακριβώς θέλουμε να πούμε στην Παναγία, στο Θεό ή σε έναν άγιο – κι εκείνος επίσης το ξέρει (ακόμα κι αν εμείς δεν ξέρουμε τι θέλουμε να του πούμε, εκείνος ξέρει τι υπάρχει στην καρδιά μας και, καθώς στρεφόμαστε προς αυτόν πνευματικά μέσω της προσευχής που διαβάζουμε, είναι σα να του το λέμε).


Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Η προσευχή να γίνεται με καθαρό νού

 Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Πολλά τα αποφθέγματα του Αγίου Παισίου για όλα τα θέματα. Στο επίκεντρο των διδαχών του βρισκόταν πάντα η γαλήνη της ψυχής του ανθρώπου και η στροφή της αγάπης αυτού προς τον Θεό.



Διαβάστε παρακάτω ένα παράδειγμα για το τι έλεγε σχετικά με την παρηγοριά. 

-Γέροντα, όταν είμαι στενοχωρημένη, πως θα βρω παρηγοριά;

-Να καταφύγεις στην προσευχή. Και μόνον το κεφάλι σου να ακουμπήσεις σε μία εικόνα, θα βρεις παρηγοριά. Κάνε το κελλί σου σαν εκκλησάκι με εικόνες που σε αναπαύουν , και θα δης, θα βρίσκεις μέσα σε αυτό πολλή παρηγοριά.

-Μερικές φορές, Γέροντα, κατά την ώρα της προσευχής ασπάζομαι τις εικόνες. Είναι σωστό;

-Σωστό είναι . Κανονικά έτσι πρέπει να ασπαζόμαστε τις εικόνες: Να ξεχειλίζει η καρδιά μας από αγάπη προς τον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους, και να πέφτουμε , να προσκυνούμε τις άγιες εικόνες τους.

Μία χρονιά , στις 26 Μαρτίου , που γιορτάζουμε την Σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ , προσευχόμουν όρθιος μπροστά στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Για μία στιγμή βλέπω τον Χριστό και την Παναγία να κινούνται σαν ζωντανοί! «Χριστέ μου, είπα, ευλόγησε με». Και, καθώς έπεφτα να προσκυνήσω, μία έντονη ευωδία γέμισε το κελλί. Με επιασε τρέλλα! Το χαλάκι που είχα στρωμένο κάτω, αν και ήταν γεμάτο χώμα, ακόμη και αυτό ευωδίαζε. Έμεινα γονατιστός και…. ασπαζόμουν αυτό το χαλάκι. Τέτοια ευωδία!

-Γέροντα, όταν προσεύχομαι, βοηθάει να φέρω στον νού μου την εικόνα του Χριστού;

-Κοίταξε, όταν προσεύχεσαι μπροστά σε μία εικόνα, η εικόνα βοηθάει, γιατί από την εικόνα περνάς στο εικονιζόμενο πρόσωπο . Όταν όμως προσεύχεσαι νοερώς και είσαι σκυμμένη με κλειστά τα μάτια, δεν πρέπει να φέρνης στην φαντασία σου εικόνες, γιατί μπορεί να το εκμεταλλευθή το ταγκαλάκι και να σού τα παρουσιάση σαν οράματα, για να σε πλανήση και να σού κάνει κακό.

Ιδίως η ευχή καλά είναι να γίνεται με καθαρό νού, χωρίς λογισμούς η παραστάσεις, έστω κι αν αυτές είναι εικόνες του Χριστού η παραστάσεις από την Αγία Γραφή, γιατί αυτό είναι επικίνδυνο, ιδιαίτερα για όσους έχουν πολλή φαντασία και υπερηφάνεια. Μόνον όταν έρχονται ρυπαροί η βλάσφημοι λογισμοί , μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε παραστάσεις από την Αγία Γραφή. Η καλύτερη όμως «παράσταση» είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας και της αχαριστίας μας.

Από το βιβλίο «Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου- Λόγοι Ζ΄Περὶ Προσευχῆς»


Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Ισορροπημένη διατροφή και στη νηστεία της Σαρακοστής

 


Η Σαρακοστή μπορεί να μην είναι και η πιο εύκολη περίοδος για την διατροφή, καθώς χαρακτηρίζεται από την αποχή κατανάλωσης πολλών τροφών, όπως το κρέας, το ψάρι, τα γαλακτοκομικά και τα αβγά, ωστόσο μπορεί να αποδειχθεί και ιδιαίτερα ωφέλιμη για τον οργανισμό.

Δείτε, λοιπόν, την πλήρη λίστα συμβουλών για ισορροπημένη διατροφή στην περίοδο της νηστείας.

Η μεγάλη Σαρακοστή είναι μια περίοδος επτά εβδομάδων που ξεκίνησε την Καθαρά Δευτέρα και καταλήγει στη Μεγάλη Εβδομάδα. Η νηστεία της Σαρακοστής χαρακτηρίζεται από την αποχή κατανάλωσης τροφίμων ζωικής προέλευσης και από την αυξημένη κατανάλωση τροφίμων, όπως όσπρια, λαδερά, θαλασσινά, φρούτα και λαχανικά, ζυμαρικά και ψωμί. Η διατροφή που ακολουθούμε τη Σαρακοστή θυμίζει κατά πολύ τα χαρακτηριστικά της Μεσογειακής Διατροφής και είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη για τον οργανισμό. Μελέτες έχουν δείξει πως τα άτομα που νηστεύουν παρουσιάζουν μειωμένα επίπεδα λιποπρωτεϊνών και ουρικού οξέος καθώς και χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας. Επίσης, η νηστεία φαίνεται να καταπολεμά και την κατάθλιψη. Για να μπορέσετε, λοιπόν, να καρπωθείτε τα οφέλη της νηστείας και να έχετε μια ισορροπημένη διατροφή, θα πρέπει να προσέξετε τα εξής:

* Καλύψτε τις ανάγκες σας σε πρωτεΐνες. Οι πρωτεΐνες που προέρχονται από τρόφιμα φυτικής προέλευσης είναι χαμηλής βιολογικής αξίας σε σχέση με αυτές των ζωικών τροφών. Με απλά λόγια δεν είναι επαρκείς «ποιοτικά», γιατί δεν περιέχουν όλα τα αμινοξέα που είναι απαραίτητα για τον οργανισμό. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να υπάρχει μεγάλη ποικιλία στις τροφές που προσλαμβάνουμε. Τρόφιμα πλούσια σε πρωτεΐνες είναι τα όσπρια, οι ξηροί καρποί, οι σπόροι, το σουσάμι, τα προϊόντα σόγιας και τα προϊόντα ολικής άλεσης. Τροφές με υψηλής βιολογικής αξίας πρωτεΐνες που καταναλώνονται κατά τη νηστεία είναι τα θαλασσινά.


* Δώστε σημασία στις πηγές ασβεστίου. Την περίοδο της νηστείας δεν καταναλώνουμε γαλακτοκομικά προϊόντα κι αυτό μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη μειωμένη πρόσληψη ασβεστίου. Ειδικά τα παιδιά και οι έφηβοι που βρίσκονται σε περίοδο ανάπτυξης δεν θα πρέπει να νηστεύουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς τις οδηγίες διαιτολόγου. Καλές πηγές ασβεστίου κατά την περίοδο της νηστείας είναι οι ξηροί καρποί, το μπρόκολο, ο χαλβάς, το σησάμι, το γάλα σόγιας και τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά.



* Προσέξτε την πρόσληψη σιδήρου. Ο σίδηρος που περιέχουν τα τρόφιμα φυτικής προέλευσης δεν απορροφάται το ίδιο καλά με το σίδηρο που προέρχεται από τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης. Το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να καταναλώνετε τροφές πλούσιες σε σίδηρο, όπως όσπρια, εμπλουτισμένα δημητριακά. Για να αυξήσετε την απορρόφηση του σιδήρου, όταν καταναλώνετε μια τροφή πλούσια σε σίδηρο, συνοδεύστε την από ένα τρόφιμο πλούσιο σε βιταμίνη C (λεμόνι, φράουλες, πιπεριές) ή σε μηλικό οξύ (ξίδι από λευκό κρασί).



* Καλύψτε τις ανάγκες σας σε Β12. Μια σημαντική βιταμίνη που βρίσκεται κατά κύριο λόγο στα ζωικά τρόφιμα είναι η βιταμίνη Β12. Η μειωμένη της πρόσληψη οδηγεί στην ανάπτυξη αναιμίας. Για να καλύψετε τις ανάγκες σας σε βιταμίνη Β12, κατά την περίοδο της νηστείας, καταναλώστε θαλασσινά (π.χ. χταπόδι) τουλάχιστον 2 φορές/εβδομάδα.