Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023

Γέροντας Γερβάσιος Παρασκευόπουλος: 59 χρόνια από την κοίμησή του

 ΜΙΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΜΑΣ 

Στην ταραγμένη εποχή του 20ου αιώνα, με τα συγκλονιστικά γεγονότα τόσο καθοριστικά για την ανθρώπινη ιστορία, ένα λαμπρό αστέρι πρόβαλε στο στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, ο π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος που υπήρξε μια από τις σημαντικότερες θρησκευτικο-πολιτικές προσωπικότητες της σύγχρονης ιστορίας της Πάτρας.

Γράφει ο Αλέξανδρος Χριστοδούλου, Θεολόγος

Γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1877, στο χωριό Νυμφασία (Γρανίτσα) Γορτυνίας. Γονείς του ήταν ο Χαράλαμπος και η Βασιλική Παρασκευοπούλου, την οποία και έχασε στην ηλικία των 3 ετών. Ο πατέρας του ήταν γεωργός και κτηνοτρόφος της περιοχής και λόγω αδυναμίας του να εργάζεται και να παρέχει τα απαραίτητα στην οικογένειά του, παντρεύτηκε ξανά. Η μητριά όμως του Γεωργίου, του φερόταν βάναυσα πολλές φορές, με αποτέλεσμα τόσο η φτώχεια και η ανέχεια, όσο και η κακομεταχείριση, να πλαισιώνουν μια δύσκολη παιδική ηλικία.

Ο Γεώργιος από την παιδική του ηλικία ήταν ιδιαίτερα εργατικός, ενώ ταυτόχρονα έδειχνε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα, με αποτέλεσμα να πρωτεύσει στο Δημοτικό σχολείο της περιοχής. Περνώντας την ηλικία των 12 ετών, λόγω των έντονων οικονομικών προβλημάτων της οικογένειάς του, υποχρεώνεται να εργάζεται σε διάφορες δουλειές για να αποκομίσει τα προς το ζην. Ο ίδιος όμως επιθυμεί να φοιτήσει στο σχολείο, τη στιγμή που ήδη είχε αρχίσει να δείχνει κλίση προς την εκκλησιαστική ζωή που θα ακολουθούσε, θέλοντας να γίνει μοναχός. Έτσι θέλοντας να συνδυάσει και τις δύο ιδιότητες εισάγεται στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κερνίτσης ως υποτακτικός, ενώ την ίδια στιγμή επιδίδεται στη μελέτη των γραμμάτων, τόσο των εκκλησιαστικών, όσο και της θύραθεν παιδείας. Τρία χρόνια παρέμεινε εκεί.

Ποθώντας τη μόρφωση σε ηλικία 15 ετών ξεκίνησε για την Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, όπου υπήρχε και Σχολαρχείο, έτσι ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τη γραμματική και πνευματική του πρόοδο, ενώ πλέον γίνεται και δόκιμος μοναχός. Η άφιξή του έγινε με περιπετειώδη τρόπο καθώς αναγκάστηκε να ταξιδέψει από το Μοναστήρι στην Κερνίτσα ως το Μέγα Σπήλαιο στα Καλάβρυτα, περπατώντας μέσα στο κρύο, με αποτέλεσμα να αρρωστήσει σοβαρά πριν φτάσει στον προορισμό του. Εν τέλει παραμένει για να αναρρώσει στη Μονή του Αγίου Αθανασίου Κλειτορίας, όπου τον περιέθαλψε ο Μοναχός Βησσαρίων. Όταν συνήλθε από την ασθένεια, προσήλθε στη Μονή Μεγάλου Σπηλαίου. Ήταν η Διακαινήσιμος εβδομάδα του 1894.

Στο Μοναστήρι όμως αδιαφόρησαν για την καλλιέργειά του και έτσι αναγκάστηκε να φύγει από εκεί, καθώς το ζητούμενό του ήταν να συνεχίσει τη μελέτη των γραμμάτων κάτι που δεν συνέβη στη Μονή. Έτσι με νέα οδοιπορία πηγαίνει στη Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας, που είχε επίσης σχολαρχείο. Εκεί τον υποδέχθηκαν και τον περιέβαλαν με ιδιαίτερη αγάπη. Στο σχολαρχείο της Μονής ο δόκιμος μοναχός Γεώργιος αρίστευσε, αλλά λόγω των επιδόσεών του και της διαγωγής του, έστρεψε σε βάρος του πολλούς μοναχούς μέσα στη Μονή, με αποτέλεσμα, να συκοφαντηθεί. Όμως δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι να αποκαλυφθούν οι ραδιουργίες σε βάρος του. Τότε, όταν πλέον καθάρισε το όνομά του, αποφάσισε να φύγει από το Μοναστήρι και οδηγήθηκε σε νέα Μονή, λίγο έξω από την Πάτρα, τη Μονή Γηροκομείου, σε μια πόλη που δέσποζε η μορφή του Μητροπολίτου Ιεροθέου Μητρόπουλου. Έτσι το 1897 έφτασε στη μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Γηροκομείου, στην οποία και έμεινε ως το τέλος της ζωής του. Το 1899 στρατεύτηκε και πλέον εισήλθε στο ιερατικό σχήμα.

Φοιτητική ζωή και Ιεροσύνη

Στις 27 Αυγούστου του 1903 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Θεοτοκίου Άρτης, μετονομαζόμενος σε Γερβάσιος, ενώ στις 2 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους χειροτονείται ιεροδιάκονος από τον Μητροπολίτη Άρτης Γεννάδιο. Το 1905 αποφοιτεί από το Σχολαρχείο και εισάγεται στη Ριζάρειο σχολή. Την εποχή εκείνη Διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής ήταν ο Πενταπόλεως Άγιος Νεκτάριος, τον οποίο ο π. Γερβάσιος βαθειά αγάπησε και μιμήθηκε.

Ο άγιος Νεκτάριος εξετίμησε τον ευσεβή και φιλομαθή διάκονο και πολλά τα αγαθά είπε περί αυτού. Διασώζει ο συμμαθητής του στη Ριζάρειο Τάκης Κωνσταντόπουλος: «Ο Νεκτάριος μας εδίδασκε «Ποιμαντικήν», την οποίαν διήνθιζε με ποιήματά του προς την Θεομήτορα, μελοποιημένα από τον ίδιον και τα οποία υπό την καθοδήγησίν του ψάλλαμε. Σ’ ένα μάθημά του, σχετικό με τα καθήκοντα του «Ποιμένος», εγείρεται ο νεαρός Γερβάσιος και ζητεί ευλαβώς την άδεια να μιλήσει.

…«Ποιμήν καλός -λέγει- είναι όχι ο κατ’ επάγγελμα τυπικώς ενασκών τα καθήκοντά του, αλλά ο ολοψύχως και ενσυνειδήτως αφιερωμένος εις την Εκκλησίαν, που αδιάκοπα αγωνίζεται να κάμει βίωμα του ποιμνίου του τας υποθήκας του Ευαγγελίου και των Γραφών, υπεισερχόμενος εις τας ουσίας και εκλαϊκεύων αυτάς. Ο στηλιτεύων τας αντιδράσεις και αντιμετωπίζων τον φαρισαϊσμόν με το μαστίγιον, όπως ο Κύριος εις τον Ναόν του Σολομώντος. Να είναι υπόδειγμα λιτότητος και αφιλοχρηματίας. Στοργικός προς φίλους και εχθρούς και εαυτόν, προσφέρων θυσίαν προκειμένου να περισώση απολωλός πρόβατον. Εν μια λέξει, να είναι αδιάβλητος εν παντί και πάντοτε και υπό πάντων».

Με συγκίνησιν ο Νεκτάριος τον καλεί κοντά του, τον ευλογεί και μας λέγει: «Τοιούτος εμπρέπει ημίν ποιμήν». Και ανυψών τους δακρυβρέκτους οφθαλμούς του προς τον Ουρανόν, προσθέτει προφητικά: …«Εις το πρόσωπόν του βλέπω τον αυριανόν ταγόν της Εκκλησίας μας. Τον πραγματικόν ποιμένα του Χριστεπωνύμου πληρώματος. Ο Κύριος μετ’ αυτού». Και η προφητεία του Αγίου Νεκταρίου επαλήθευσε.

Στη Ριζάρειο φοίτησε ως εξωτερικός μαθητής ως το 1907, ενώ Απολυτήριο έλαβε στις 23-6-1909 από το Α΄ Γυμνάσιο Αθηνών με τον βαθμό «Άριστα». Στη συνέχεια (11-9-1909) ενεγράφη στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία έλαβε πτυχίο διδάκτορα με τον βαθμό «Λίαν καλώς» στις 19-3-1914. Από τον Ιούλιο του 1906 ως το πέρας των σπουδών του υπήρξε υπότροφος του κληροδοτήματος Αθηνάς Γ. Μαντζώνη.


Σε ηλικία 33 ετών χειροτονείται ιερέας από τον Μητροπολίτη Πατρών Αντώνιο. Κατά την παραμονή του στην Αθήνα ο Μητροπολίτης Θεόκλητος Μηνόπουλος εκτίμησε πολύ την προσωπικότητα και τη μόρφωση του Γερβασίου και γι´ αυτό τον τοποθέτησε στη θέση Πρωτεκδίκου της Μητροπόλεως των Αθηνών.

Στρατιωτικός ιερέας στους βαλκανικούς πολέμους

Το 1912, ο π. Γερβάσιος είχε διακόψει τις σπουδές του. Ο λόγος ήταν η εισαγωγή του στον στρατό ως ιερέας, στο «Ανεξάρτητο Ευρυζωνικό Απόσπασμα Κωνσταντινόπουλου», από όπου συνέβαλε στο νικητήριο απελευθερωτικό αγώνα εμψυχώνοντας και μεταδίδοντας το θείο λόγο και την ελπίδα στο ελληνικό στράτευμα, για την απελευθέρωση των ελληνικών εδαφών.

Ο Μητροπολίτης Εδέσσης και Πέλλης, Διονύσιος Παπανικολόπουλος, Αρχιμανδρίτης ακόμα θα γράψει τότε για το γέροντα: «…Τον ενθυμούμαι με φορτωμένον τον σάκκον με τας αποσκευάς του, διάβροχον και μέχρι λαιμού λασπωμένον να βαδίζει δρόμον μέσα στις λάσπες του πεδίου της μάχης των Γρανιτσών δίπλα εις τους αερόποδας ευζώνους μας. Και εγώ δεν ήμουν εις καλυτέραν κατάστασιν. Αντηλλάξαμεν θερμόν αδελφικόν ασπασμόν και έκαστος ακολουθήσαμεν τον δρόμον του. Δια δευτέραν φοράν πάλιν συναντήθημεν την 15η Ιουλίου 1913 στα υψώματα του τζαμί Τεπέ, εντός βουλγαρικού εδάφους. Ήτο τότε κατάκοπος και νήστις. Ως μου είπε, είχε τρεις ημέρες να βάλει κάτι εις το στόμα του. Είχα κάποιο ξεροκόμματον εγώ εις το σακκίδιον μου. Του το προσέφερα. Το εδέχθη. Με ησπάσθη και έφυγε ακολουθών τους ευζώνους του προς Μέτσοβον».

Η δράση του στην Πάτρα

Μετά το 1917, ο π. Γερβάσιος εισήλθε στην εποχή των ειρηνικών αγώνων του. Έμενε μόνιμα στην Πάτρα. Άρχισε εντός της πόλεως πλέον και στις φτωχότερες συνοικίες της να κρούει το «τάλαντον» και «εκ νυκτός ορθρίζων προς τον Κύριον…»

Επέστρεψε στην Μονή της μετανοίας του, την Ιερά Μονή Παναγίας Γηροκομητίσσης Πατρών, αφ’ ενός μεν για να ασκηθεί στην περισυλλογή και την πνευματική κατάρτιση και αφ῾ ετέρου για να συνεχίσει την αγαπημένη του μελέτη. Με εντολή του Μητροπολίτου άρχισε την ανακαίνιση της Μονής. Εργάσθηκε σκληρά για την πνευματική ανύψωσή της με βάση την Εκκλησιαστική Πατερική Μοναχική παράδοση.

Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και αγωνίσθηκε με όλες του τις δυνάμεις για τους νέους. Κήρυττε καθημερινώς με άκαμπτη σταθερότητα την Ευαγγελική αλήθεια. Εξομολογούσε ακούραστα τον λαό του Θεού οδηγώντας τον με πατρική στοργή στην εν Χριστώ μετάνοια.

Λειτουργούσε συχνά, διότι πίστευε ότι η Θεία Λειτουργία «κύριον και μοναδικόν σκοπόν και έργον έχει την θέωσιν ημών…». Μεριμνούσε για τους φυλακισμένους και τους ενδεείς και είχε γίνει ο προστάτης των προσφύγων.

Το 1922 μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στην Πάτρα θα βρουν καταφύγιο περισσότεροι από 7000 πρόσφυγες. Πολλοί πατρινοί και ιδίως οι πιο ευκατάστατοι δεν αποδέχονται εύκολα την είσοδο στην πόλη των προσφύγων. Έτσι οι πρόσφυγες δέχονται την κατακραυγή και αποστροφή πολλών πατρινών. Ο ίδιος την ίδια εποχή θα γράψει: «…απομονώνονται εις ένα γκέτο από την υπόλοιπη Πατραϊκή κοινωνία και για κάθε αναταραχή, πολιτική ή κοινωνική, τους θεωρούν ύποπτους και υπεύθυνους, με συνέπεια συλλήψεις, εφορίες, φυλακίσεις».

Μέσα σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση ο Γέροντας θα σταθεί δίπλα στους πρόσφυγες. Θα τους περιθάλψει με αγάπη, θα διαδώσει το μήνυμα της ελπίδας και του θάρρους. Περιέχεται στους καταυλισμούς, ενδιαφέρεται ένθερμα γι´ αυτούς, τους ενισχύει ηθικά και υλικά, με όσες δυνάμεις έχει και όσους λιγοστούς πολίτες συντάσσονται στο πλευρό του.

Ζούσε και κήρυττε ως Ορθόδοξος κληρικός, χωρίς να απομακρύνεται ούτε στο ελάχιστο από την αγία Παράδοση και τους ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας. Αυτό, όμως, είχε ως αποτέλεσμα να διωχθεί.

Οι πρώτες συκοφαντίες άρχισαν με αφορμή τις νυκτερινές Θείες Λειτουργίες που τελούσε χάριν των εργαζομένων. Κι αυτό ήταν η αρχή ενός απηνούς πολέμου κατά του Αγίου Πατρός. Για πολλούς ήταν «βαρύς και βλεπόμενος». Έπρεπε να φιμωθεί ο λόγος της αληθείας.

Έπρεπε να εξουδετερωθεί ο άνθρωπος του Θεού, για να παύσει ο έλεγχος των αμαρτωλών συνειδήσεων. Το 1931 η υπόθεση έφθασε στο Συνοδικό Δικαστήριο. Το αποτέλεσμα της δίκης ήταν, με πλειοψηφία μιας μόνο ψήφου, εξάμηνη αργία και περιορισμός στην Ιερά Μονή Γηροκομείου. Η συμπαράσταση όμως του λαού, ο οποίος σύσσωμος υπερασπίσθηκε τον πνευματικό του πατέρα, ήταν συγκινητική. Τελικά, η αθωότητα του Αγίου Γέροντος αποδείχθηκε περίτρανα και όχι μόνον διατάχθηκε ενωρίτερα η άρση της ποινής του, αλλά και τιμήθηκε να υπηρετήσει ως Πρωτοσύγκελλος στην Ιερά Μητρόπολη Πατρών.

Το 1939 καλείται από τον Αθηνών Χρύσανθο να αναλάβει τα καθήκοντα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Κατόπιν πολλών πιέσεων δέχθηκε. Κι απ᾿ την θέση αυτή εργάσθηκε με σθένος για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών πραγμάτων προχωρώντας σε βαθιές τομές. Δεν λύγιζε μπροστά σε τίποτε. Ουδέποτε εργάσθηκε για το ατομικό του συμφέρον. Έλαμψε και στην περίοδο αυτή της πρωτοσυγκελλίας του με το άριστο παράδειγμα και την ασκητική ζωή του.


Το 1941 απαλλάχθηκε των καθηκόντων του Πρωτοσυγκέλλου και επέστρεψε στην Πάτρα. Μετά από λίγο καιρό ο νέος αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός τον κάλεσε πάλι στην Αθήνα, αλλά αυτή την φορά δεν αποδέχθηκε την πρόσκληση. Παρέμεινε έκτοτε κοντά στο ποίμνιό του, που με τόσο πόνο είχε αποχωρισθεί.

Ο π. Γερβάσιος ζούσε και εκινείτο εν Αγίω Πνεύματι. Η καθαρή του ψυχή ήταν πλημμυρισμένη από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Οι ίδιοι οι εξομολογούμενοι γνώριζαν το προορατικό του χάρισμα. Ήταν «πόλις επάνω όρους κειμένη». Επίσης, το χάρισμα της θαυματουργίας – που λίγοι από τους Αγίους αξιώθηκαν να λάβουν απ’ αυτή την ζωή – μαρτυρείται και σήμερα από τους ανθρώπους που έζησαν κοντά του.

Ο π. Γερβάσιος λειτουργούσε 4 με 5 φορές την εβδομάδα. Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης στη λεγόμενη περιοχή των προσφυγικών, πάντοτε ήταν πλήρης. Η προσφορά του στους πρόσφυγες, αλλά και η φωτισμένη μορφή του είχε αρχίσει να διαφαίνεται μέσα στα δύσκολα χρόνια της φτώχειας και πλήθος πιστών συνέτρεχε στον π. Γερβάσιο, που η φήμη του εξαπλωνόταν διαρκώς πέρα από τα στενά όρια της Πάτρας. Η φιλανθρωπική του δράση, η μειλίχια παρουσία του, η ανιδιοτελής προσφορά του, η ακούραστη διακονία του τον έκαναν υπόδειγμα κληρικού, παράδειγμα χριστιανού. Πολλοί στο πρόσωπο του έβλεπαν ένα πατέρα να τους νουθετήσει, άλλοι ένα φίλο να μοιράσουν τα προβλήματά τους. Ο π. Γερβάσιος όμως, είχε και ένα ιδιαίτερο χάρισμα. Την επαφή με τους νέους ανθρώπους. Η διορατικότητά του, του επέτρεπε να ενεργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ελκύει το ενδιαφέρον τους. Μόνο τυχαίο άλλωστε δε μπορεί να χαρακτηρισθεί το πλήθος ιερέων που χειροτονήθηκε επί εποχής του.

Η προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο, ανεκτίμητη. Χαρακτηριστικά το 1923 ανέγειρε το Ναό του Αγίου Δημητρίου Πάτρας, το 1931 ίδρυσε τη σχολή βιοτεχνίας και χειροτεχνίας, το 1932 ίδρυσε νηπιαγωγείο, το 1934 ίδρυσε τη Νυκτερινή σχολή αναλφάβητων καθώς και εκκλησιαστική κατασκήνωση. Το 1948 ίδρυσε σχολή χειροτεχνίας. Η εκκλησιαστική προσφορά του επίσης σημαντική. Το 1923 ίδρυσε και οργάνωσε τα κατηχητικά της πόλεως της Πάτρας, το 1934 ίδρυσε εκκλησιαστική κατασκήνωση «Ο προφήτης Ηλίας», το 1938 ίδρυσε το θρησκευτικό σωματείο «Κατηχητικός Όμιλος Ορθοδόξων Πατρών» το 1954 ίδρυσε νέα εκκλησιαστική κατασκήνωση στα Συχαινά Αχαΐας. Παράλληλα δεν πρέπει να λησμονείται η μεγάλη φιλανθρωπική προσπάθεια με εράνους προς ενίσχυση των φτωχών Πατρινών και ιδίως η οργάνωση των συσσιτίων κατά την περίοδο της κατοχής.

Το 1944 η φήμη του για τις ικανότητές του, αλλά και για την προσωπικότητά του η οποία ξεπερνούσε τα αυστηρά θρησκευτικά και πολιτειακά σύνορα, τον φέρνουν επικεφαλής επιτροπής η οποία προσπάθησε να συμφιλιώσει τους ηγέτες Ε.Α.Μ. – Ε.Λ.Α.Σ. Επιτυχία του θεωρήθηκε η αποτροπή σφαγών και διωγμών στην ευρύτερη περιοχή των Πατρών.

Πολλοί στο πρόσωπο του έβλεπαν ένα πατέρα να τους νουθετήσει, άλλοι ένα φίλο να μοιράσουν τα προβλήματά τους. Ο π. Γερβάσιος όμως, είχε και ένα ιδιαίτερο χάρισμα. Την επαφή με τους νέους ανθρώπους. Η διορατικότητά του, του επέτρεπε να ενεργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ελκύει το ενδιαφέρον τους. Ακόμη και τις τελευταίες στιγμές του στη ζωή αυτή έλεγε: «Σας εμπιστεύομαι τα παιδία μου, τα νήπιά μου, το αύριον του Εθνους, τας χρυσάς ελπίδας του αιωνίου μελλοντός μου…»

Ζώντας ο π. Γερβάσιος ουράνια ζωή κατόρθωσε να αποκτήσει τέτοια παρρησία προς τον Θεό, ώστε να καταστεί πηγή αστείρευτη θαυμάτων πολλών, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά το πνευματικό του παιδί, ο Αρχιμανδρίτης Κύριλλος Κωστόπουλος.



Θαύματα

Ο ολυμπιονίκης του πνεύματος π. Γερβάσιος που έχει τον «χριστόν ένδον μεμορφωμένον» χαριτώθηκε από την Αγία Τριάδα και επιτελούσε θαύματα εν τη ζωή. Δαιμονόπληκτοι, βασανιζόμενοι από ακάθαρτα πνεύματα, ελυτρώθησαν κατά την ομολογία αυτών , τούτων των πρώην ασθενών. Δαιμονόπληκτοι που κραυγάζουν «Γερβάσιε μ’ έκαψες», τον αποκαλούσαν καψάλη» και «Γεράσιμο». Είναι άπειρα τα θαύματα τα οποία διηγούνται πολλοί οι οποίοι είδαν το πρόσωπο του γέροντα, να ζει μέσα στο άκτιστο φως «το γαλάζιο» που λέμε, «ωσεί πρόσωπον αγγέλου» (πραξ.6.15).

Από το πλήθος των θαυμάτων παλαιών και νέων, τα οποία κυκλοφορούν θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε ένα από τα θαύματα που κατέγραψε και ο κοσμικός τύπος των Πατρών, το οποίο είναι μοναδικό εις την καθόλου Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ο γέροντας, ο οποίος αγωνιζόταν δια το ουράνιο πολίτευμα, για τη βασιλεία του Θεού, και του οποίου η αθωότητα ήτο κυριολεκτικά απίστευτη, δεν ονειρεύεται πλούτη, δόξα, δύναμη και δεν τον συγκινούσαν τα εγκόσμια. Σφοδρός του πόθος ήταν η σωτηρία του ποιμνίου του. Ο αγνός και παρθενικός άνθρωπος που έχει συνείδηση της αποστολής του, νύχτα και ημέρα αγωνιζόταν για το έργο του Θεού και κατάρτιζε στρατό σωτηρίας, αγνό σώμα εκκλησίας για να το παραδώσει στην Κεφαλή, στο Χριστό, ενσάρκους αγγέλους για να δοξάζεται το όνομά Του. Ο γνήσιος φίλος των παιδιών π. Γερβάσιος που εκδήλωνε με ποικίλους τρόπους την αγάπη του για το παιδί και ανάλωσε τη ζωή του για να γίνουν πράξη τα λόγια του Κυρίου, τις ημέρες των απόκρεω συνήθιζε να πηγαίνει τα παιδιά των κατηχητικών σχολείων εις τον μικρόν κήπο της περιοχής του προφήτη Ηλία όπου υπάρχει ομώνυμος ναός – παρεκκλήσιο τότε της Ιερά Μονής κοιμήσεως Θεοτόκου Γηροκομείου- και κατασκηνωτικός χώρος των κατηχητοπαίδων. Στις 17 Φεβρουαρίου 1929 ο μακάριος Γέροντας, φύτευσε δένδρα στο αγροκήπιο βοηθούμενος από τα μικρά αρνάκια του Χριστού, της Εκκλησίας που αποτελούν την αυριανή ελπίδα. Ο ίδιος αφού διάβασε ειδική ευχή, φύτευσε ένα πεύκο. Αργότερα, το 1934, στην συνέλευση της αδελφότητος ο Γέροντας είπε μεταξύ άλλων ότι «εις αυτόν ως αδελφόν της Ι.Μ. Γηροκομείου εξεχωρήθη από του έτους 1925 έκτασις εκ τριών στρεμμάτων εκ του παρά τον προφ. Ηλίαν αγρού της Μονής προς εμφύτευσιν κατά Νόμον. Αποβλέπων όμως εις τας ανάγκας των Κατηχητικών Σχολείων εφύτευσε την έκτασιν ταύτην δια μωρεών, ακακιών, ελαιών, αμυγδαλών, πιτύων κλπ με σκοπόν την εξυπηρέτησιν του έργου».

Στις 26 Φεβρουαρίου 1929 η συνέλευση της αδελφότητος με πρόταση του Διευθυντού των Κατηχητικών Σχολείων και προέδρου της συνελεύσεως π. Γερβασίου εγκρίνει εις τον Προφ. Ηλία «το περίφραγμα του αγροκηπίου του Κατ. Σχολείου και τα δια το δενδροφύτευμα εν αυτώ απαιτηθέντα έξοδα, ανελθόντα εις ποσόν των δραχμών τεσσάρων χιλιάδων …»

Μετά από 31 και πλέον χρόνια, το 1960, όταν έκοψαν το πεύκο, διαπίστωσαν ότι εις κάθε κυκλική φέτα του ξύλου του κορμού του πεύκου που είχε φυτέψει ο Γέροντας είχε πλαγίως σχηματισθή θαυματουργικώς το σύμβολο, το τρόπαιο της Ορθοδόξου Πίστεώς μας, «το σημείον του Υιού του ανθρώπου», το ιερό σύμβολο και όπλον της πίστεώς μας, ο Τίμιος Σταυρός, στον οποίον απλώθηκε το πανόλβιο σώμα του αρχηγού της πίστεώς μας. Εις τα τέσσαρα άκρα του αχειροποιήτου Σταυρού, διαπιστώθηκε με κατάλληλο όργανο, ότι είναι θαυματουργικώς αγιογραφημένες η Γέννηση, η Βάπτιση, η Σταύρωση και η Ανάσταση του Κυρίου. «Είναι ο μόνος γνωστός αχειροποίητος Σταυρός εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν» γράφει ο πολυσέβαστος βιογράφος του αγίου μας, μακαριστός Μητροπολίτης Ύδρας κυρός Ιερόθεος.

Ο ιερός πατέρας που έσπειρε τον σπόρο της Ορθοδοξίας και δημιούργησε μια μεγάλη εποχή, αγαπούσε τον Τίμιο Σταυρό, ο οποίος κατατροπώνει αιρετικούς και αθέους. Ο π. Γερβάσιος, ο οποίος διακρινόταν για την μεγάλη του αγάπη προς την Αγία Γραφή, στα νοήματα της οποίας κολυμπούσε δια της αυταπαρνήσεως ήταν η ουσιοποίησης του ευαγγελικού ζυγού. Και τούτο διότι ο Σταυρός είχε σχηματιστεί πρώτα μέσα στην καρδιά του. Ένας αιματοβαμμένος Σταυρός ήτο η καρδιά του.

Ο αχειροποίητος Σταυρός του π. Γερβασίου, θεωρηθείς ως ουράνιο σημείο, τιμήθηκε και καθαγιάστηκε υπό του αειμνήστου μητροπολίτου Πατρών κυρού Κωνσταντίνου, ο οποίος μετά του κλήρου και πλήθους λαού και μετά από λιτάνευση, το απόγευμα της Κυριακής 4 Σεπτεμβρίου 1960, τον τοποθέτησε στον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής Συχαινών, όπου είναι και οι παιδικές κατασκηνώσεις της Αναπλαστικής Σχολής Πατρών, ανακηρύσσοντας αυτόν ιερό κειμήλιο. «Ο Σταυρός ούτος διαρκώς ποιεί θαύματα και δι΄ αυτού ζημούται το πρόσφορον της θείας Ευχαριστίας, χρησιμοποιούμενος υπό ευσεβών».

Συγγραφικό έργο

Ο Γέροντας δεν ασχολήθηκε συστηματικά με τη συγγραφή, «παρά το εύχυμον εις τούτο τάλαντόν του». Προτιμούσε να ομιλεί, παρά να γράφει. Εδημοσίευε ανελλιπώς σε εφημερίδες και περιοδικά -των Πατρών και των Αθηνών- άρθρα επί θεμάτων «αμέσως ενδιαφερόντων τον ευαγγελισμόν του λαού». Συλλογές τέτοιων άρθρων αποτελούν τα εκδοθέντα βιβλία του. Το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε ονομαζόταν «Ευσεβείς μελέται» (1945) και πραγματευόταν υπομνηματισμούς πάνω σε Κυριακά ευαγγελικά αναγνώσματα. Το 1948 εκδίδει νέο βιβλίο που ονομάστηκε «Επίκαιρα προβλήματα» πραγματευόμενο καθημερινά ζητήματα υπό το φως των ιερών κανόνων. Το 1958 εκδίδει τρίτο σύγγραμμα που ονομάζεται «Ερμηνευτική επιστασία επί της θείας Λειτουργίας».


Η κοίμηση του

Όμως, η αγιασμένη ύπαρξή του έφθασε στο τέλος της επίγειας πορείας της. Στις 30 Ιουνίου 1964, σε ηλικία 87 ετών, εκοιμήθη με το όνομα της Παναγίας στα χείλη του. Ο θρήνος του λαού, οι κραυγές των παρακολουθούντων την εξόδιο ακολουθία «Άγιος, Άγιος», κατά την εκφορά του Αγίου Λειψάνου του, φανερώνουν περίτρανα το λυτρωτικό έργο που συντελέσθηκε στην πόλη των Πατρών από τον Αρχιμανδρίτη Γερβάσιο Παρασκευόπουλο. Ετάφη στην εκκλησιαστική κατασκήνωση Συχαινών.

Η ακλόνητη πίστη του προς τον Τριαδικό Θεό, η ασκητική του ζωή, ο μαρτυρικός του αγώνας για την Εκκλησιαστική αλήθεια, η άπειρη αγάπη του για τον άνθρωπο οδήγησαν τον ίδιο στην Αγιότητα, αλλά και τον λαό του Θεού στην θεογνωσία. Η παρουσία του και η ζωή του στην Πάτρα ήταν η ευλογία του Θεού στην πόλη του Πρωτοκλήτου. Έζησε ο λαός τότε ημέρες πρώτων χριστιανικών αιώνων. Όταν αναχώρησε από την επίγεια ζωή, τον θρήνησε γοερώς.

Εκταφή

29 Ιουνίου 2014. Ημέρα Κυριακή, αναστάσιμη ημέρα και ημέρα χαράς για όσους γνώρισαν και αγάπησαν τον Γέροντα των Πατρών π. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο. Την ημέρα αυτή ορίστηκε και πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του οσίου γέροντος Γερβασίου. Ετελέσθη Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός στις παιδικές κατασκηνώσεις του π. Γερβασίου, όπου βρίσκεται και ο τάφος του Γέροντα, χοροστατούντων των Μητροπολιτών Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ.κ. Εφραίμ, Κυθήρων και Αντικυθήρων κ.κ. Σεραφείμ, Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως κ.κ. Ιερεμία και Πατρών κ.κ. Χρυσοστόμου. Εν συνεχεία ετελέσθη η ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του οσίου Γέροντος. Πλήθος κόσμου, από πολλά μέρη της Ελλάδας παρευρέθησαν τη μέρα εκείνη για να τιμήσουν τη μνήμη του π. Γερβασίου. Ακόμα και στις ταράτσες των οικοδομημάτων ανέβαιναν! Ευωδία πλημμύριζε τον τόπο όλο, ιδιαίτερα κατά το άνοιγμα του τάφου και όταν ο Μητροπολίτης Πατρών κράτησε και ευλόγησε τον κόσμο με την τιμία κάρα του, οι πιστοί αναφωνούσαν «άγιος, άγιος» και τα δάκρυα χαράς έρρεαν ποτάμι! Άφθαρτο το δέρμα, πύρινες οι οφθαλμικές του κόγχες!

Ακολούθησε λιτάνευση των λειψάνων εντός των κατασκηνώσεων έως το κελλί του Γέροντα και τέλος τοποθέτησή τους στον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής όπου φυλάσσονται μέχρι και σήμερα.

Τώρα ζητά να πανηγυρίσει με δοξολογίες προς τον Θεό την επίσημη διακήρυξη της αγιότητός του και την αγιοκατάταξή του στην χορεία των Αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας.


Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023

Τα ασκητικά καταλύματα του Αθωνικού μοναχισμού


Με την ανάπτυξη της μοναστικής κοινοβιακής ζωής, μορφές της αρχαίας αιγυπτιακής και παλαιστινιακής ασκητικής παράδοσης επιβιώνουν μέχρι των ημερών μας σε απομονωμένες περιοχές του Αγίου Όρους γράφει ο Φαίδων Χατζηαντωνίου (αρχιτέκτων αναστηλωτής)

 Στην πραγματικότητα αυτές οι αρχαίες μορφές της μοναστικής ζωής εμφανίστηκαν στο Όρος πολύ νωρίτερα από τη Μεγίστη Λαύρα, το πρώτο αθωνικό κοινόβιο, που ιδρύθηκε το 963.

Θωρώντας τρεις εμβληματικές μορφές του πρώιμου αθωνικού αναχωρητισμού, τον Όσιο Πέτρο τον Αθωνίτη, τον Άγιο Ευθύμιο τον Νέο και τον Ιωάννη Κολοβό, συνειδητοποιούμε ότι κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα μια ριζική αλλαγή έλαβε χώρα στη συμπεριφορά των αθωνιτών ασκητών. Ο Πέτρος απαρνήθηκε τον κόσμο, εφαρμόζοντας διά βίου μια σκληρή άσκηση αυστηρά μοναχική. Ενώ ο Ευθύμιος και ο Ιωάννης, ιδρυτές μοναστηριών και οι δυο τους, ακολούθησαν το παράδειγμα του Πέτρου για μια μεταβατική περίοδο αυστηρά ατομικής άσκησης, ως ένα σκαλοπάτι προς την οργάνωση μιας από κοινού ζωής υπό την προστασία του κράτους και του ανώτατου κλήρου.

Αυτό το σκαλοπάτι μερικές δεκαετίες αργότερα άνοιξε τον δρόμο στον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη και τη δική του Μεγίστη Λαύρα.

Η ίδρυση της Μεγίστης Λαύρας πυροδότησε μια ζωηρή αντιπαράθεση ανάμεσα στους δύο τρόπους αναχωρητισμού στην αυγή του αθωνικού μοναχισμού. Η έκδοση του πρώτου αθωνικού Τυπικού (972) συμφιλίωσε τα δύο μέρη, αναγνωρίζοντας εμμέσως τους νεωτερισμούς του Αθανασίου, και έτσι έκτοτε όλα τα αγιορείτικα μοναστήρια που ιδρύονταν ακολουθούσαν το πρότυπο της Λαύρας του Αθανασίου. Στην ουσία, η επικύρωση του πρώτου αθωνικού Τυπικού εξέφραζε τη στήριξη του κράτους προς τα οργανωμένα κοινόβια μάλλον και λιγότερο στους μοναχικούς ερημίτες. Παρ’ όλ’ αυτά, το πρότυπο του μοναχικού αναχωρητισμού δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει στην Αθωνική χερσόνησο, παράλληλαμε τον κοινοβιοτισμό, αν και έκτοτε ο πρώτος προοδευτικά περιορίστηκε στις πιο απόμακρες και δυσπρόσιτες περιοχές.

Βιγλίζοντας το Αιγαίο

Αυτή η διαδικασία της μετάβασης από τους μοναχικούς ασκητές στα οργανωμένα κοινόβια στον Άθω πρέπει να ερμηνευθεί στη βάση των γεωπολιτικών και στρατιωτικών συνθηκών της εποχής. Μετά την τελευταία αναλαμπή της Ιουστινιάνειας περιόδου (527-610), η Μεσόγειος παύει να είναι μια ρωμαϊκή λίμνη. Και καθώς οι αραβικές φυλές εξαπλώνονται ορμητικά αποσπώντας εδάφη από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, αναδύεται η στρατηγική σημασία του Άθω, που διατρυπά το Βόρειο Αιγαίο και ελέγχει τις θρακικές ακτές, δηλαδή τη χερσαία επικοινωνία Κωνσταντινούπολης – Θεσσαλονίκης, και τα Δαρδανέλια, τον θαλάσσιο δρόμο που οδηγεί στην Κωνσταντινούπολη και τη Μαύρη Θάλασσα.

Σύντομα μια αλυσίδα φρουρίων εκτείνονταν κατά μήκος όλης της ανατολικής ακτής της χερσονήσου. Ήταν ή έγιναν εξαρτήματα των μεγάλων μοναστηριών αυτής της πλευράς, ή τα ίδια τα μοναστήρια χτίστηκαν με τη μορφή πραγματικών κάστρων. Το φαινόμενο επαναλήφθηκε στη δυτική ακτήτης χερσονήσου 3-4 αιώνες μετά την ίδρυση της Λαύρας, ξεκινώντας από τον 14ο αιώνα, δηλαδή όταν η βυζαντινή επικράτεια στη Μακεδονία περιορίστηκε στο Παλαιολόγειο Δεσποτάτο της Θεσσαλονίκης, αποτελούμενο από την πόλη της Θεσσαλονίκης και τις δύο χερσονήσους Κασσάνδρα και Άθω, ενώ η μεσαία, η Σιθωνία, είχε ήδη καταληφθεί από τους Τούρκους.

Όλα τα μοναστήρια του Όρους απέκτησαν τη σημερινή τους μορφή μετά από διαδοχικές οικοδομικές επεκτάσεις διαμέσου των αιώνων. Μερικά είχαν χτιστεί εξαρχής στη μορφή μεγάλων συγκροτημάτων, υπό την προστασία κάποιων ισχυρών δωρητών, ενώ άλλα συνδέθηκαν εξαρχής με μονήρεις ασκητές, και η σημερινή μορφή του καθενός είναι αποτέλεσμα διαδοχικών προσθηκών σε έναν αρχικό πυρήνα μαθητών συγκεντρωμένων γύρω από τον πνευματικό οδηγό τους. Σε άλλες περιπτώσεις οι τοποθεσίες των αρχικών ασκητικών εγκαταστάσεων δεν βρήκαν τις πρόσφορες συνθήκες για την ανάπτυξή τους ως κυρίαρχων μονών (π.χ. Καυσοκαλύβια) ως την εποχή που παγιώθηκε η σημερινή αγιορείτικη ιεραρχία. Αυτό οφείλεται είτε σε αντίξοες συνθήκες είτε στις θέσεις των οικισμών αυτών, για τους οποίους δεν εκτιμήθηκε ότι είχαν ιδιαίτερη στρατηγική σημασία.

Καυσοκαλύβια

Συχνά συναντούμε τον αυστηρά ασκητικό χαρακτήρα που είχαν οι αγιορείτες ερημίτες σε περιγραφές προσκυνητών του 17ου και 18ου αιώνα. Η ελληνική Σκήτη της Αγίας Τριάδος, γνωστή ως Καυσοκαλύβια, βρίσκεται στο νότιο άκρο της χερσονήσου, σε ένα στενό και τραχύ έδαφος που κρέμεται σε ταράτσες 120 μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Ο Άγιος Μάξιμος, ένας φημισμένος αθωνίτης ασκητής του 14ου αιώνα, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην περιοχή, συνήθιζε να καίει τις αχυροκαλύβες του και μετά να περιφέρεται ως «διά Χριστόν σαλός», εξ ου και το παρώνυμό του, «Καυσοκαλύβης», και το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός ο τόπος.

Ο οικισμός των Καυσοκαλυβίων σχηματίστηκε όταν μερικοί ερημίτες προσελκύστηκαν από την ισχυρή ασκητική μορφή του Αγίου Ακακίου και συγκεντρώθηκαν γύρω του. Ο Ακάκιος ζούσε σε μια στενή σπηλιά που κρέμεται στην άκρη ενός απότομου γκρεμού, και πάνω από την σπηλιά είχε κάνει έναν μικρό πετρόχτιστο ξενώνα. Ο Ακάκιος πέθανε το 1730/1740 σε ηλικία περίπου εκατό ετών και σύντομα μετά τον θάνατό του ο οικισμός αναγνωρίστηκε επισήμως ως ιδιόρρυθμη σκήτη.

Ο ρώσος προσκυνητής Βασίλι Μπάρσκι κατά τη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στο Άγιον Όρος, το 1725, επισκέφθηκε τα Καυσοκαλύβια. Τον φιλοξένησε ο Ακάκιος στον μικρό ξενώνα του. Ο Μπάρσκι είδε τα Καυσοκαλύβια τη στιγμή που σχηματίζονταν και περιέγραψε τον τόπο: «Οι μοναχοί εκεί διαβιούν χωριστά ο ένας από τον άλλο, και ο καθένας έχει στο κελλί του έναν μικρό ναΐσκο για να προσεύχεται κατά μόνας. […] Οι καλύβες τους είναι από ξερολιθιά πάνω από απόκρημνα και τρομερά βάραθρα, ανάμεσα σε βράχια, πάνω από την θάλασσα, σαν φωλιές πουλιών. Τρέφονται μόνο από τα χειροτεχνήματά τους, κάνουν σταυρούς και κουτάλια».

Πίσω από την Καλύβη της Κοιμήσεωςτης Θεοτόκου, μια στενή σκάλα οδηγεί στη σπηλιά του Ακακίου, που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το σπίτι. Η σπηλιά είναι ένα στενό άνοιγμα στον βραχώδη γκρεμό. Η βακτηρία του και το κρεβάτι του, φτιαγμένο από τρία χοντροκομμένα κλαδιά ελιάς και ένα τέταρτο για προσκεφάλι, διατηρούνται σ’ αυτό το πρωτόγονο καταφύγιο. Πάνω από τη σπηλιά, κρυμμένος πίσω από το σπίτι, διατηρείται και ο πετρόχτιστος ξενώνας. Μερικά ασκηταριά παρόμοιας κατασκευής από την εποχή των πρώτων κατοίκων σώζονται στα περίχωρα του οικισμού. Είναι όλα από ξερολιθιά σαν κι αυτά που περιγράφει ο Μπάρσκι.

Μπροστά από τον ξενώνα του Ακακίου χτίστηκε αρχικά το παρεκκλήσι της Κοιμήσεως, το 1759, και από τότε με συνεχείς προσθήκες δημιουργήθηκε η σημερινή καλύβη. Ο τωρινός κάτοικος, ο πατήρ Πατάπιος, Πειραιώτης, είναι εικονογράφος, βιβλιοθηκάριος της Σκήτης και μελετητής των αρχείων της. Κατάγεται από εύπορη οικογένεια και οι νεωτερισμοί του σπιτιού ανακαλούν τα μεσοαστικά σπίτια των ελληνικών πόλεων.

Άγιος Βασίλειος

Κατά το δεύτερο ταξίδι του στο Άγιον Όρος, το 1744, ο Μπάρσκι επισκέφθηκε και περιέγραψε τον πρόσφατα τότε σχηματισμένο οικισμό του Αγίου Βασιλείου, κάτω από τον ορεινό όγκο του Προφήτη Ηλία. Οι πρώτοι ερημίτες είχαν έρθει από την Καππαδοκία, περιοχή Καισάρειας. Ο Μπάρσκι τους είδε που ζούσαν στο δάσος, πίνοντας βρόχινο νερό και να «τους ξεπερνούν όλους σε νηστεία, ταπεινότητα κι ευλάβεια».Επτά καλύβες υπήρχαν τότε, τόσο στενές που μέσα «δεν μπορεί να κατακλιθεί άνθρωπος», πολύ φτωχικές, «έχουν μόνο μία ψάθα, ένα ξύλινο προσκέφαλο και κάποια εργαλεία». Όταν πέρασε ο Μπάρσκι από εκεί, η κοινή εκκλησία τους, αφιερωμένη στον Άγιο Βασίλειο τον Μέγα, ήταν υπό κατασκευή.

Ένα στενό καλύβι χτισμένο από γκρίζα πέτρα, ξερολιθιά, στέκει κοντά στην εκκλησία του 1744, μαρτυρεί τη μορφή των αρχικών καταλυμάτων που έχτισαν οι πρώτοι καραμάνοι ασκητές. Είναι ένα απλούστατο ορθογώνιο πέτρινο κουτί, με καθαρό ύψος περίπου 1,90 μ., χωρίς ανοίγματα, παρά μόνο μία είσοδο ανοιχτή στη μία πλευρά και χωρίς στέγη, ωφέλιμου εμβαδού περίπου ενός τετραγωνικού μέτρου, που χωράει μόνο έναν άνθρωπο, όρθιο ή μισοξαπλωτό. Μια στέγη ξύλινη φτιαγμένη από πουρναρόξυλα και ξερό χορτάρι, και μια ξύλινη τάβλα για πορτόφυλλο να κλείνει την είσοδο, θα συμπλήρωνε την εικόνα μιας από τις επτά καλύβες που είδε ο Μπάρσκι.

Συναπτόμενο στον ναό του Αγίου Βασιλείου, ένα απλό συγκρότημα αποτελούμενο από δωμάτια και βοηθητικούς χώρους κατασκευάστηκε τα τελευταία χρόνια. Μια μικρή συνοδεία τριών ή τεσσάρων μοναχών ζουν στο κελλί του Αγίου Βασιλείου. Ο γέροντας, Κρητικός, που ζει εδώ από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ενώ ως λαϊκός ασκούσε τη δικηγορία, είναι ο συγγραφέας διαφόρων πονημάτων θεολογικού περιεχομένου. Ό,τι έχει γίνει σ’ αυτό το σπίτι έγινε με τα χέρια τα δικά του και των υποτακτικών του. Αρνήθηκε πάντα να αποκτήσει μοντέρνα υλικά της αγοράς, δημιουργώντας χρηστικά αντικείμενα μόνος του και χτίζοντας με υλικά σε δεύτερη χρήση, που έχουν πεταχτεί ή περίσσεψαν από τις ανακαινίσεις των μοναστηριών.

Καρούλια

Στο νοτιότερο σημείο της χερσονήσου, σε έναν ξερό κάθετο βράχο, ασκηταριά είναι διάσπαρτα σε όλες τις φυσικές κοιλότητες των βράχων. Ο τόπος ονομάζεται Καρούλια και χωρίζεται στο Μέσα και στο Έξω Καρούλι. Η πρόσβαση από το Έξω στο Μέσα Καρούλι γίνεται με αλυσίδες. Στην αυγή του 20ού αιώνα τριάντα ασκητές ζούσαν εδώ, σήμερα ο αριθμός τους κυμαίνεται μεταξύ δέκα και είκοσι.

Τα περισσότερα από τα κελλιά των Καρουλίων είναι ερημητήρια που δημιούργησαν οι ίδιοι οι ασκητές με ευκαιριακά υλικά, ανακυκλώνοντας τα απόβλητα άλλων μοναχών ή λαϊκών.Το ορατό τμήμα μιας τέτοιας κατασκευής συνήθως κρύβει τις πραγματικές διαστάσεις του ερημητηρίου, το οποίο απλώνεται στο βάθος μιας σπηλιάς ή κατά μήκος των φυσικών κοιλοτήτων του γκρεμού. Η οργάνωση του χώρου στο εσωτερικό αυτών των ασκηταριών αποδεικνύει μια εξαιρετικά ορθολογική χρήση του χώρου.

Ένα από τα χαρακτηριστικά κελλιά της περιοχής είναι των Αγίων Αρχαγγέλων, στο Μέσα Καρούλι. Τη δεκαετίατου ‘50 το κελλί ήταν γνωστό ως «ασκηταριό του Χωροφύλακα», από τον ασκητή Γαβριήλ τον «κατσαρομάλλη», πρώην χωροφύλακα.Τα τελευταία χρόνια ζει εκεί ένας ρώσος ασκητής. Το κελλί και σήμερα δεν παρουσιάζει ριζικές αλλαγές, κάτι που ισχύει και για τα περισσότερα ασκηταριά της περιοχής, που διατηρούν αυτόν τον ασκητικό χαρακτήρα.Το κελλί των Αγίων Αρχαγγέλων αποτελείται από ένα παρεκκλήσι, πέντε μικρά κελλιά και μία αποθήκη. Όλοι οι χώροι έχουν πρόσβαση από έναν φιδωτό διάδρομο, του οποίου το κεντρικό τμήμα είναι φαρδύτερο δημιουργώντας έναν όγδοο χώρο που χρησιμοποιείται τόσο ως καθιστικό όσο και ως νάρθηκας του ναού.

Αυτοί οι οκτώ χώροι μαζί με τον διάδρομο, ένα εμβαδόν συνολικά περίπου 70 τετραγωνικών μέτρων, αναπτύσσονται κατά μήκος των φυσικών κοιλοτήτων του κάθετου βράχου, αξιοποιώντας τα στενά επίπεδα σε διάφορες στάθμες σε ένα συνολικό μήκος περίπου 23 μέτρων και ένα μέσο πλάτος 3,5.

Όλοι οι τοίχοι είναι από ξύλο, μπαγδατότοιχοι, όπως ξύλινα είναι και τα περισσότερα ταβάνια. Μόνο ο αποθηκευτικός χώρος είναι μερικώς λιθόστρωτος, και εκεί βρίσκονται μία χτιστή στέρνα για τη συλλογή του βρόχινου νερού και πήλινα κιούπια για το λάδι.

Αυτοί οι οκτώ χώροι μαζί με τον διάδρομο, ένα εμβαδόν συνολικά περίπου 70 τετραγωνικών μέτρων, αναπτύσσονται κατά μήκος των φυσικών κοιλοτήτων του κάθετου βράχου, αξιοποιώντας τα στενά επίπεδα σε διάφορες στάθμες σε ένα συνολικό μήκος περίπου 23 μέτρων και ένα μέσο πλάτος 3,5.

Όλοι οι τοίχοι είναι από ξύλο, μπαγδατότοιχοι, όπως ξύλινα είναι και τα περισσότερα ταβάνια. Μόνο ο αποθηκευτικός χώρος είναι μερικώς λιθόστρωτος, και εκεί βρίσκονται μία χτιστή στέρνα για τη συλλογή του βρόχινου νερού και πήλινα κιούπια για το λάδι.

Κατουνάκια 

Κατουνάκια

Ψηλότερα από το Έξω Καρούλι, ένα συγκρότημα από ερημητήρια διάσπαρτα στις απότομες πλαγιές του βουνού είναι τα Κατουνάκια. Τα Καρούλια και τα Κατουνάκια μοιράζονται την ίδια τσιμεντένια προβλήτα, που κατασκευάστηκε την τελευταία εικοσαετία. Αυτή είναι η αφετηρία και το τέρμα και σταθμός ανάπαυσης των καραβανιών με τα μουλάρια που συνδέουν την απόκοσμη έρημο με τον υπόλοιπο κόσμο. Δύο μικρές αποθήκες από οπλισμένο σκυρόδεμα στη δεξιά άκρη της αποβάθρας χρησιμεύουν για την αποθήκευση εργόχειρων και θυμιάματος για εξαγωγή, προμηθειών και πρώτων υλών για εισαγωγή για τις ανάγκες των ερημιτών, έως ότου μεταφορτωθούν στο φεριμπότ τα πρώτα, στα μουλάρια τα δεύτερα που θα τα μεταφέρουν στα διάφορα σπίτια της περιοχής.

Το κελλί του Οσίου Εφραίμ είναι ένα από τα φημισμένα πνευματικά κέντρα του Αγίου Όρους, καθώς είναι το ασκηταριό του γέροντος Εφραίμ, μιας μεγάλης ασκητικής μορφής του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Η σημερινή συνοδεία αποτελείται από τον γέροντα Ιωσήφ και δύο ασκητές, μαθητές και οι τρεις του κεκοιμημένου Εφραίμ. Το κτιριακό συγκρότημα είναι το αποτέλεσμα διαδοχικών επεκτάσεων που έλαβαν χώρα αυθόρμητα στις τελευταίες πέντε ή έξι δεκαετίες, ξεκινώντας από έναν αρχικό πυρήνα με παρεκκλήσι του ύστερου 19ου αιώνα, και ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων ερημητηρίων της περιοχής.

Ένας από τους τρεις μοναχούς της συνοδείας στις μοναχικές ώρες του περισυλλογής και προσευχής θέλησε να ζήσει κατά τον τρόπο των αρχαίων δενδριτών – μια κατηγορία ασκητών που ζούσαν πάνω στα δέντρα. Πρώτα κατασκεύασε ένα ξύλινο πατάρι στο μεγαλύτερο κλαδί ενός δέντρου, το οποίο στην άλλη μεριά είναι στερεωμένο σε έναν κάθετο βράχο που υψώνεται από πίσω. Η κατασκευή αργότερα επεκτάθηκε, δημιουργώντας ένα χαριτωμένο μικρό διαμέρισμα, εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από τον ίδιο τον πατέρα Προκόπιο, ο οποίος χρησιμοποίησε ως επί το πλείστον απόβλητα υλικά που είχαν πεταχτεί κατά τις ανακαινίσεις μεγάλων μοναστηριών.

Κατουνάκια 

Παράδοση και ανανέωση

Παρόλο που σε όλα τα αγιορείτικα μοναστήρια το κοινοβιακό σύστημα -όπου όλες οι όψεις της ζωής είναι κοινές- έχει σήμερα επικρατήσει, ο τρόπος που οι μοναχικοί ασκητές ζουν τη ζωή του αναχωρητή έχει επιβιώσει στο Όρος ως τις μέρες μας. Ας σημειώσουμε ότι οι σύγχρονοι αναχωρητές είναι φορείς του σύγχρονου τρόπου ζωής, που τον φέρνουν μαζί τους από τον κόσμο. Αυτό δεν είναι κάτι νέο. Με τον ίδιο τρόπο γεννήθηκαν και μεγάλωσαν τα μοναστήρια. Όταν συζητούμε σήμερα για τη διατήρηση της παράδοσης στο Άγιον Όρος, εννοούμε δύο πράγματα: λατρεία και χτιστό περιβάλλον. Στο πέρασμα των αιώνων η λατρεία παραμένει αναλλοίωτη, αλλά το κτιστό περιβάλλον αλλάζει, καθώς εξαρτάται και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες: ιστορικούς, κοινωνικούς, αισθητικούς, τεχνολογικούς.

Μία από τις πρώτες επαγγελματικές εμπειρίες μου ως αρχιτέκτονα αναστηλωτή στο Άγιον Όρος σχετίζεται με αυτό το ζήτημα. Όταν το 1983 είχα μεταβεί στις Καρυές για να κάνω αυτοψία σε ένα κελλί για το οποίο υπήρχε αίτημα της μονής, το βρήκα πεσμένο από χρόνια, αλλά παρ’ όλ’ αυτά αποτύπωσα τα ερείπια, καθώς σκέφτηκα ότι σύντομα θα τα κατάπινε κι αυτά ο καιρός. Ένας γεροκαλόγερος, που με παρατηρούσε καθώς δούλευα, μου πιάνει την κουβέντα και μου λέει ότι ματαιοπονώ, αφού το κελλί είναι πλέον πεσμένο, και καλύτερα θα ήταν να προλάβω να μην πέσουν κι άλλα. Κι όταν του απάντησα ότι το έκανα επειδή αργότερα θα χρειαστεί η αποτύπωσή μου στην αναστήλωση του μνημείου, μου λέει: «Μνημείο είναι το ράσο που φοράω, επειδή,αν εγώ σήμερα χτίσω ένα τσιμεντένιο κουτί, μετά από 300 χρόνια θα έρθει ένας τρελός επιστήμονας σαν και σένα και θα βαλθεί να το αναστηλώσει». Ξαφνιάστηκα, γιατί ο απλοϊκός γέροντας, δίχως να το ξέρει, είχε διατυπώσει μία από τις βασικές αρχές της αναστήλωσης, που είναι η διατήρηση της μνήμης. Από την άλλη, αυτό που είπε ενέχει σήμερα έναν μεγάλο κίνδυνο, καθώς ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Σε παλαιότερες εποχές οι ξένες επιδράσεις που έφταναν στο Όρος ενσωματώνονταν δημιουργικά, ήταν σαν το λίπασμα που πλούταινε τις ντόπιες κουλτούρες. Για παράδειγμα, όταν τον 17ο-18ο αιώνα τα κεντροευρωπαϊκά καλλιτεχνικά κινήματα (μπαρόκ, ροκοκό) έφταναν στα Βαλκάνια φιλτραρισμένα μέσα από το χωνευτήρι της Κωνσταντινούπολης, οι ντόπιοι μαστόροι έπαιρναν αυτά τα νέα άγνωστα πρότυπα και δουλεύοντας με ντόπια υλικά και παραδοσιακή τέχνη δημιουργούσαν νέα τέχνη που έφερε τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Αντιθέτως,σήμερα η παγκοσμιοποιημένη αγορά απαιτεί ομοιομορφία υλικών, τεχνικών, απαιτεί ίδιες μεθόδους κατασκευής, από το Χονγκ Κονγκ ως το Ρίο ντε Τζανέιρο, από το Ελσίνκι ως το Ναϊρόμπι, από τη Νέα Υόρκη ως τις Καρυές. Σήμερα η παγκοσμιοποίηση απειλεί τις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου.

Περπατώντας στα βράχια των Καρουλιών

Όταν το 1963 εορταζόταν η χιλιετηρίδα από την ίδρυση της Λαύρας και του αθωνικού κοινοβιοτισμού, η λειψανδρία των μοναχών, η γήρανση του πληθυσμού και η εγκατάλειψη των κτιρίων άφηναν μια γενική αίσθηση ότι επίκειται το τέλος της Αθωνικής Πολιτείας. Αυτό άλλαξε ριζικά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Σήμερα ο μοναχικός πληθυσμός είναι σταθερά αυξανόμενος και το Άγιον Όρος αντιμετωπίζει την πρόκληση της προσαρμογής στις μοντέρνες τεχνολογίες, διατηρώντας ταυτοχρόνως τον παραδοσιακότου χαρακτήρα. Όσον αφορά στην αρχιτεκτονική, αυτή η ισορροπία δεν είναι πάντα εύκολη. Περισσότεροι μοναχοί διακατέχονται από ένα πνεύμα ανανέωσης και επιλέγουν να ζήσουν μια ζωή λιγότερο αυστηρή από άλλες εποχές. Περισσότερα φεριμπότ μεταφέρουν μεγαλύτερες νταλίκες και νέα υλικά, επομένως χρειάζονται μεγαλύτερες προβλήτες, υπάρχουν περισσότερα αυτοκίνητα που χρειάζονται περισσότερους δρόμους, υπάρχουν περισσότερα χρήματα και περισσότερα απόβλητα. Κατά την άφιξη και αναχώρηση των φεριμπότ η Δάφνη γίνεται ένα πολυσύχναστο λιμάνι, και στις Καρυές υπάρχει μάντρα σύγχρονων οικοδομικών υλικών. Οι σημερινοί επισκέπτες έχουν την αίσθηση ότι τα αγιορείτικα μοναστήρια διανύουν μια περίοδο ακμής,που από την άλλη συνοδεύεται από ανεξέλεγκτες χωματερές, διάσπαρτες πλέον παντού.

Από την άλλη, η ανακύκλωση ετερόκλητων υπολειμμάτων καταναλωτικών προϊόντων και οικοδομικών υλικών σε δεύτερη χρήση, που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική των ασκηταριών, δείχνει πιστεύω έναν δρόμο. Μακριά από τις ανέσεις και τα απόβλητα των προϊόντων μίας χρήσης, τα ασκηταριά της αθωνικής ερήμου αποτελούν αυθόρμητα δημιουργήματα μιας ανώνυμης λαϊκής αρχιτεκτονικής, οργανωμένα σε παλίμψηστα μιας μοναδικής και απροσδόκητης λαϊκής αισθητικής, που στοχεύει στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών. Αντίθετα από τους απόβλητους κατοίκους των παραγκουπόλεων του Τρίτου Κόσμου, οι σύγχρονοι αναχωρητές του Άθω συνειδητά και ηθελημένα απαρνούνται την καταναλωτική κοινωνία.


Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023

Τέσσερις μοναχοί του Άγιου Όρους προσέφυγαν στο ΣτΕ: Ζητούν την κατάργηση του αστυνομικού τμήματος

 


Στην προσφυγή τους σημειώνουν πως στη χερσόνησο του Άθω παρατηρείται μηδενική εγκληματικότητα και δεν δικαιολογείται αυξημένη αστυνομική παρουσία

Τέσσερις μοναχοί του Αγίου Όρους, που εγκαταβιούν σε διαφορετικά κελλιά της μοναστικής Πολιτείας, κατέθεσαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας αίτηση ακύρωσης της απόφασης με την οποία ιδρύθηκε και ήδη λειτουργεί Αστυνομική Διεύθυνση στη χερσόνησο του Άθω.

Υποστηρίζουν ότι η λειτουργία της συγκεκριμένης υπηρεσίας που υπάγεται απ’ ευθείας στο αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. είναι αντισυνταγματική και παραβιάζεται το Αυτοδιοίκητο του Αγίου Όρους, καθώς σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη το μέχρι πρότινος αστυνομικό τμήμα των Καρυών και οι αρμοδιότητές του υπαγόταν στον πολιτικό διοικητή του Αγίου Όρους, δηλαδή στο υπουργείο Εξωτερικών. Τονίζουν ότι το Περιβόλι της Παναγιάς με την απόφαση ίδρυσης της διευρυμένης αστυνομικής υπηρεσίας αντιμετωπίζεται ως κοινό τμήμα της περιφέρειας και όχι ως αυτοδιοίκητη αυτοτελής περιοχή, σε αντίθεση με όλους τους νόμους και τα διατάγματα.

Στην προσφυγή τους σημειώνουν πως στη χερσόνησο του Άθω παρατηρείται μηδενική εγκληματικότητα και δεν δικαιολογείται αυξημένη αστυνομική παρουσία

Τέσσερις μοναχοί του Αγίου Όρους, που εγκαταβιούν σε διαφορετικά κελλιά της μοναστικής Πολιτείας, κατέθεσαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας αίτηση ακύρωσης της απόφασης με την οποία ιδρύθηκε και ήδη λειτουργεί Αστυνομική Διεύθυνση στη χερσόνησο του Άθω.

Υποστηρίζουν ότι η λειτουργία της συγκεκριμένης υπηρεσίας που υπάγεται απ’ ευθείας στο αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. είναι αντισυνταγματική και παραβιάζεται το Αυτοδιοίκητο του Αγίου Όρους, καθώς σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη το μέχρι πρότινος αστυνομικό τμήμα των Καρυών και οι αρμοδιότητές του υπαγόταν στον πολιτικό διοικητή του Αγίου Όρους, δηλαδή στο υπουργείο Εξωτερικών. Τονίζουν ότι το Περιβόλι της Παναγιάς με την απόφαση ίδρυσης της διευρυμένης αστυνομικής υπηρεσίας αντιμετωπίζεται ως κοινό τμήμα της περιφέρειας και όχι ως αυτοδιοίκητη αυτοτελής περιοχή, σε αντίθεση με όλους τους νόμους και τα διατάγματα.

«Με τις διατάξεις αυτές τροποποιείται θεμελιακά το συνταγματικά κατοχυρωμένο Αυτοδιοίκητο του Αγίου Όρους και στην ουσία καταργείται αυτό, ενώ οι ρυθμίσεις αυτές, σε κάθε περίπτωση λαμβάνονται χωρίς να ληφθεί υπόψη η θέση της Ιεράς Κοινότητας», σημειώνουν οι τέσσερις μοναχοί στην αίτηση ακύρωσης που κατέθεσαν μετά την απόφαση για την ίδρυση της Αστυνομικής Διεύθυνσης και η οποία συζητήθηκε πριν λίγες ημέρες στη διευρυμένη επταμελή σύνθεση του Συμβουλίου της Επικρατείας. «Παραβιάζεται το Αυτοδιοίκητο επειδή επιτρέπεται η άμεση παρέμβαση της αστυνομίας στον Άγιον Όρος», σημείωσε μιλώντας στη Voria.gr ο νομικός εκπρόσωπος των μοναχών που χειρίζεται την υπόθεση Σπύρος Κωνσταντόπουλος.

Στο τυπικό μέρος, οι προσφεύγοντες μοναχοί σημειώνουν ότι με την απόφαση ίδρυσης Αστυνομικής Διεύθυνσης η οποία υπάγεται στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη θίγεται η λειτουργία του Αγίου Όρους. Υποστηρίζουν ότι η απόφαση προσκρούει στο άρθρο 5 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους, σύμφωνα με το οποίο τη διοίκηση των αστυνομικών δυνάμεων στη χερσόνησο του Άθω έχει ο Πολιτικός Διοικητής, ο οποίος υπάγεται στο υπουργείο Εξωτερικών. «Αποτελεί το Άγιον Όρος μέρος της ελληνικής επικράτειας, ο τρόπος διοίκησης όμως, οφείλει να λαμβάνει υπόψη το Αυτοδιοίκητο, το άβατο και τις θεσμικές και αντικειμενικές ιδιαιτερότητες της μοναστικής Πολιτείας, αξίωση που υλοποιείται μέσω του Καταστατικού Χάρτη, που δεν αποφασίζει αλλά εγκρίνει η ελληνική Βουλή», αναφέρουν στην αίτησή τους, που έχει διασφαλίσει η Voria.gr. Θέτουν ζήτημα παραβίασης του Καταστατικού Χάρτη που ισχύει βάσει του Συντάγματος και η αλλαγή του οποίου απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη και των είκοσι μοναστηριών.

Μάλιστα σε νομική μελέτη που συνδέεται με την προσφυγή και υπογράφεται από «αγιορείτες κελλιώτες πατέρες», αφήνουν σαφείς αιχμές για την απόφαση και υποστηρίζουν πως «καταργείται η εξουσία των μονών δυναμένων να εκδίδουν αποφάσεις διοικητικών αρχών του Αγίου Όρους και ουσιαστικά επανέρχεται σε ισχύ το αντισυνταγματικό νομοθετικό διάταγμα 124/1969 της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, που μόνον αυτό αποτόλμησε την κατάλυση της νόμιμης εξουσίας των αγιορειτικών διοικητικών οργάνων».

Οι «παρεμβάσεις»

«Οι διατάξεις του νέου νόμου δεν θίγουν τη διάταξη του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους, που ορίζει ότι ο Πολιτικός Διοικητής έχει υπό τις αμέσους διαταγάς του τη δύναμη της αστυνομίας και δεν μπορούν να θίξουν τη διάταξη αυτή, διότι ο Καταστατικός Χάρτης έχει αυξημένη τυπική ισχύ και δεν μπορεί καμιά διάταξη νόμου να τον επηρεάσει, να τον αλλάξει. Δηλαδή υπερισχύει ό,τι ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους», είπε από την πλευρά του στη Voria.gr ο καθηγητής της Ιστορίας των αγιορείτικων θεσμών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, Αναστάσιος Νικόπουλος, καθησυχάζοντας τους προσφεύγοντες μοναχούς. Ακόμη ο κ. Νικόπουλος επισημαίνει ότι «πρακτικά πρέπει να κάνουμε την εξής διάκριση ανάμεσα στην τοπική εμβέλεια της αστυνομίας στη χερσόνησο του Αγίου Όρους, δηλαδή την παρουσία της και στα καθήκοντα που ασκεί και στον επιχειρησιακό σχεδιασμό της αστυνομίας, τον οποίο δεν μπορεί να κάνει τοπικά ο διοικητής αλλά μόνον κεντρικά το αρχηγείο. Άλλωστε, η τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας  του Αγίου Όρους είναι από τις εξουσίες που δεν τις ασκεί όργανο του Αυτοδιοίκητου του Αγίου Όρους, αλλά η Πολιτεία».

«Πλέον μπορεί να παρεμβαίνει στα θέματα ασφαλείας του Αγίου Όρους απ’ ευθείας η αστυνομία, ενώ με το καθεστώς του Αυτοδιοίκητου αυτή την αρμοδιότητα έχει ο διοικητής», αντιτείνει ο κ. Κωνσταντόπουλος. «Στο Άγιον Όρος υπάρχει ειδικό καθεστώς και καλείται η αστυνομία που έχει εντελώς άλλη λειτουργία να εφαρμόσει ένα ειδικό καθεστώς για το οποίο είναι εντελώς ανίκανη να το κάνει επειδή δεν έχει την εκπαίδευση», συμπλήρωσε.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία

Εντύπωση πάντως προξενεί το γεγονός ότι οι τέσσερις μοναχοί που ζήτησαν την ακύρωση της απόφασης με την οποία ιδρύθηκε η Αστυνομική Διεύθυνση Αγίου Όρους, τη συνδέουν με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Στην προσφυγή τους σημειώνουν πως στη χερσόνησο του Άθω παρατηρείται μηδενική εγκληματικότητα και δεν δικαιολογείται αυξημένη αστυνομική παρουσία. Είναι όμως ενδεικτικό αυτό που αναφέρουν: «Η προληπτική ισχυρά αστυνόμευση του Αγίου Όρους για λόγους δημόσιας ασφάλειας εξαιτίας του ρωσοουκρανικού πολέμου δεν είναι ανάλογη του κινδύνου που έχει σημειωθεί στον ελλαδικό χώρο και κυρίως στο έδαφος του Αγίου Όρους. Με τον τρόπο αυτό παραβιάζονται τα δικαιώματα των μοναχών του Αγίου Όρους αλλά όχι μόνον», υπογραμμίζεται στο κείμενο που διασφάλισε η Voria.gr. Και συνεχίζουν τις σχετικές επισημάνσεις με επίκληση της ύπαρξης μοναστηριών διαφορετικών εθνοτήτων (ρωσικό, βουλγαρικό, σερβικό) και τη ρουμανική σκήτη. «Η διαρκώς κλιμακούμενη φιλολογία που, χωρίς καμία ουσιαστική τεκμηρίωση, εμπλέκει τις μονές ή επιμέρους μονές στη ρωσοουκρανική σύρραξη, δεν αποτελεί νόμιμο λόγο δημοσίου συμφέροντος για την περιστολή του ειδικού προνομιακού καθεστώτος», μεταφέρουν στην προσφυγή τους.

Η προβολή του συγκεκριμένου λόγου ως επιχείρημα επισημαίνεται και από τον εισηγητή του Συμβουλίου της Επικρατείας στη συζήτηση της υπόθεσης, ωστόσο αναφέρει ότι δεν προκύπτει τέτοιο στοιχείο. «Από τα στοιχεία του φακέλου και τις απόψεις της Διοίκησης δεν προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις τέθηκαν για τον ανωτέρω λόγο», σημειώνει ο εισηγητής της υπόθεσης που παραθέτει τα επιχειρήματα των δύο πλευρών. «Η νομοθετική πρωτοβουλία πάρθηκε με την έναρξη του πολέμου και αυτό μεταφέρθηκε στους μοναχούς», παρατήρησε σε Voria.gr ο κ. Κωνσταντόπουλος.

Στο υπόμνημα που κατέθεσαν οι τέσσερις μοναχοί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ΣτΕ παρέθεσαν μία σειρά από λειτουργίες που κατά την άποψή τους θα παραβιαστούν με τη λειτουργία της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Συγκεκριμένα αναφέρουν ότι η νέα υπηρεσία θα ασκεί το σύνολο των αστυνομικών αρμοδιοτήτων χωρίς διάκριση, οι επιθεωρητές Βόρειας Ελλάδας της ΕΛ.ΑΣ. θα ασκούν τον έλεγχο και την εποπτεία, ότι η νέα υπηρεσία θα μπορεί αν συνάπτει μέχρι και συνεργασίες ανεξάρτητα εάν αυτές θίγουν τη λειτουργία του Αγίου Όρους, θα μπορεί να εκδίδει διατάξεις για την περιοχή, θα μπορεί επιχειρησιακά να δραστηριοποιείται οποιαδήποτε υπηρεσία του σώματος και θα μπορούν να εγκαταστήσουν συστήματα παρακολούθησης στους δημόσιους χώρους του.

Πάντως από την πλευρά της Πολιτείας μετά την αίτηση που κατατέθηκε στο ΣτΕ επιχειρήθηκε διόρθωση του Προεδρικού Διατάγματος. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο κείμενο του εισηγητή δημοσιεύτηκε νέο Προεδρικό Διάταγμα επ’ αυτού που προέβλεπε την ίδρυση της Αστυνομικής Διεύθυνσης, με την προσθήκη της παραγράφου που αναφέρει ότι «από τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου δεν θίγονται οι αρμοδιότητες του Πολιτικού Διοικητή του Αγίου Όρους, όπως αυτές ορίζονται». Επίσης η νέα αστυνομική υπηρεσία εγκαινιάστηκε πρόσφατα με τις ευλογίες και την παρουσία της πολιτικής και θρησκευτικής διοίκησης του Αγίου Όρους, στις Καρυές.

 


Τρίτη 20 Ιουνίου 2023

ΟΣΙΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

 


Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄, ήταν θιασώτης των αντιλήψεων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Πασίγνωστος για την ευρυμάθειά του ο Κάλλιστος, ως μοναχός της Μονής των Ιβήρων του Αγίου Όρους έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως για την πραότητα και την εγκράτειά του κυρίως, όμως, αναγνωριζόταν ως ένας από τους ουσιαστικότερους εκπροσώπους των ησυχαστών στο Άγιο Όρος.

Τοιχογραφία - Ι.Μ.Παντοκράτορος

Γεννήθηκε περί το τέλος του 13ου αιώνα μ.Χ. Προγυμνάσθηκε στο μοναχικό βίο και τη θεωρία του ησυχασμού στη σκήτη του Μαγουλά έχοντας ως δασκάλους τους αδελφούς της σκήτης Ησαΐα, Κορνήλιο και Μακάριο. Στη σκήτη αυτή του Αγίου Όρους συναντήθηκε με τον Άγιο Αθανάσιο των Μετεώρων (βλέπε 20 Απριλίου) τον οποίο βοήθησε να κτίσει, κατά το διάστημα της δεύτερης πατριαρχίας του (22 Ιουνίου 1354 μ.Χ. – 20 Ιουνίου 1364 μ.Χ.) το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στα Μετέωρα.

Εμφορούμενος από πνεύμα συνέσεως, υπομονής και αγάπης, ο μοναχός Κάλλιστος, έγινε μαθητής του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου (βλέπε 6 Απριλίου), το βίο του οποίου και συνέγραψε. Στη σκήτη του Μαγουλά ο Κάλλιστος χειροτονήθηκε ιερέας και έμεινε σ’ αυτήν έως και το 1340 – 1341 μ.Χ. χρονολογία συντάξεως του αγιορείτικου τόμου «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων» στον οποίο και υπέγραψε ως αδελφός της σκήτης.

Αγαπημένος μαθητής του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου συνόδευσε το δάσκαλό του στην έρημο των Παρορίων όπου και οικοδόμησαν κελιά, για να στεγάσουν το αυξανόμενο πλήθος των μαθητών του Oσίου. Ο Κάλλιστος αφού έμεινε κοντά στο δάσκαλό του για μικρό χρονικό διάστημα επέστρεψε στο Άγιο Όρος, όπου, μετά το 1340 – 1341 μ.Χ. εγγράφεται στο μοναχολόγιο της Μονής των Ιβήρων.

Αυτήν την εποχή, στα όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η προς το Θεό ένωση των χριστιανών έπαψε να υπάρχει και οι ομόφυλοι αντίπαλοι έως θανάτου έγιναν. Με τη συνέργια του πονηρού η αγάπη διώχθηκε, η ένωση που επιτυγχάνεται με το της παλιγγενεσίας και της θεογενεσίας λουτρό διαλύθηκε. Το έθνος απ’ άκρου εις άκρον τον εαυτό του πολεμά και υπό του εαυτού του πολεμιέται, καθώς, η εμφύλια διαμάχη που είχε ξεσπάσει στο Βυζάντιο, στην αρχή μεταξύ του Ανδρόνικου Β΄ (1282 – 1328 μ.Χ.) και του Ανδρόνικου Γ΄ (1328 – 1341 μ.Χ.) προξένησε μεγάλες συμφορές σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας.

Η ερήμωση της χώρας από τις ληστρικές επιδρομές και τις πολεμικές επιχειρήσεις κυρίως, κατά τη δεύτερη φάση του εμφυλίου σπαραγμού, διόγκωσε την κοινωνική εξαθλίωση γεγονός που δεν άφησε αδιάφορους τους μοναχούς του Αγίου Όρους. Το 1342 μ.Χ. η Ιερά Κοινότητα του Άγίου Όρους συγκροτεί επιτροπή ειρηνεύσεως και συνδιαλλαγής την οποία στέλνει στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να συμφιλιώσει τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου Ιωάννη Καντακουζηνό (1347 – 1354 μ.Χ.) και Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341 – 1391 μ.Χ.) που βρισκόταν σε αλληλομαχία. Ηγετική φυσιογνωμία αυτής της επιτροπής ήταν ο ενάρετος και πεπαιδευμένος ιερομόναχος Κάλλιστος που εντυπωσίασε, παρά το ατελέσφορο της ειρηνευτικής προσπάθειας, τους αντιμαχόμενους Βασιλείς. Με την επιστροφή του από τη βασιλεύουσα στο Άγιο Όρος ο ιερομόναχος Κάλλιστος διορίζεται από την Ιερά Κοινότητα μέλος της επιτροπής του αντιαιρετικού κατά των Βογόμιλων αγώνα, την κακόδοξη διδασκαλία των οποίων ανέκοψε στα πρώτα της βήματα στο Άγιο Όρος, ορθοτομώντας το λόγο της αληθείας.

Μετά την παραίτηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Ισιδώρου (17 Μαΐου 1347 μ.Χ. – 2 Δεκεμβρίου 1349 μ.Χ.), τον Οικουμενικό Θρόνο κόσμησε ο αγιορείτης ιερομόναχος Κάλλιστος, ύστερα από πρόταση του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού, ο οποίος έστειλε τριήρη στο Άγιο Όρος για να μεταφέρει στη βασιλεύουσα το νέο Οικουμενικό Πατριάρχη. Στις 10 Ιουνίου του 1350 μ.Χ. με ψήφους κανονικές γίνεται η εκλογή και η ενθρόνιση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κάλλιστου Α΄ που διοίκησε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως και τις 27 Νοεμβρίου του 1353 μ.Χ. οπότε, αρνούμενος να συναινέσει στον παραγκωνισμό του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου από τον Καντακουζηνό, που ήθελε να ανακηρύξει το γιο του Ματθαίο συναυτοκράτορά του, απεκδύθηκε εκουσίως το πατριαρχικό αξίωμα και έζησε αρχικά στην Ιερά Μονή του Αγίου Μάμαντος στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός με επίσημη πρόσκληση ζήτησε την επιστροφή του στον πατριαρχικό θρόνο, όμως, ο πατριάρχης Κάλλιστος Α΄, θεματοφύλακας της ορθής πίστεως και της νομιμότητας στη βυζαντινή αυτοκρατορία αποποιήθηκε την ηγεσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μετέβη στην Τένεδο όπου βρισκόταν η έδρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου.

Αξιομνημόνευτη πατριαρχική πράξη, κατά το διάστημα της πρώτης πατριαρχίας του Κάλλιστου Α΄, είναι η έκδοση σιγιλίου το Δεκέμβριο του 1350 μ.Χ., κατά των προστρεχόντων στους μάγους. Αυτήν την εκφυλιστική πνευματική κατάσταση του λαού, που είχε την αρχή της στην πνευματική ληρότητα του κλήρου, ο πατριάρχης Κάλλιστος αντιμετώπισε με την εκλογή από το χορό των ευλαβέστερων και σεμνών στο βίο ιερέων-έξαρχων πνευματικών ταγών, που τοποθέτησε σε κάθε ενορία με καθήκοντα την καθοδήγηση και νουθεσία, τόσο του εκκλησιάσματος όσο και του κλήρου.

Το Δεκέμβριο του 1351 μ.Χ. ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄, προκειμένου να προστατέψει την πνευματική ενότητα της Ορθοδοξίας, συγκάλεσε τοπική σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη που καταδίκασε τις κακοδοξίες των αντιησυχαστών Βαρλαάμ και Ακινδύνου καθώς και τους πρεσβεύοντας τις ίδιες δοξασίες μητροπολίτες Εφέσου και Γάνου.

Το φθινόπωρο του 1352 μ.Χ. ο Πατριάρχης Κάλλιστος δεν δίστασε να αφορίσει το Σερβικό Πατριαρχείο, που είχε παράνομα συσταθεί από το Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν, προκειμένου να κρατήσει ενωμένη την Αγία του Χριστού Εκκλησία.

Στέφανος Δουσάν

Μετά την οικειοθελή απομάκρυνση του Κάλλιστου Α΄ από τον Οικουμενικό Θρόνο ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός συγκάλεσε σύνοδο, που κήρυξε έκπτωτο τον Κάλλιστο και εξέλεξε στον Οικουμενικό θρόνο τον Μητροπολίτη Ηρακλείας Φιλόθεο Κόκκινο (1353 – 1354 μ.Χ.).

Η είσοδος στην πρωτεύουσα, το Νοέμβριο του 1354 μ.Χ., δυνάμεων φιλικά προσκείμενων στον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, σήμανε ουσιαστικά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και την άνοδο το χειμώνα του 1354 μ.Χ. στον Οικουμενικό Θρόνο, για δεύτερη φορά, του Κάλλιστου Α΄.

Κατά το χρονικό διάστημα της δεύτερης πατριαρχίας του Κάλλιστου Α΄, μεταξύ των άξιων αναφοράς διοικητικών πράξεών του συγκαταλέγονται: α) η έκδοση συνοδικού τόμου που απαγόρευε τα συνοικέσια ανάμεσα σε παιδιά, με επιβολή μάλιστα αφορισμού στους γονείς και κηδεμόνες, που πρωτοστατούσαν σε τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις με σκοπό τη σύναψη γάμου και β) η μείζονος σημασίας, το Δεκέμβριο του 1355 μ.Χ., πατριαρχική διδασκαλία προς τους Βουλγάρους ιερείς και μοναχούς, που βάπτιζαν κακώς, με μία μόνο κατάδυση και ραντισμό, ενώ το Άγιο Μύρο αντικαθιστούσαν με Μύρο από τα λείψανα του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Βαρβάρου.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του Κάλλιστου Α΄ ιδρύθηκαν τα μοναστήρια Παντοκράτορος και Σίμωνος Πέτρας στο Άγιο Όρος.

Στην προσπάθειά του να αναχαιτίσει, ως πρόμαχος της Ορθοδοξίας, την εισβολή κακοδόξων δογμάτων στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ έγραψε και εκφώνησε πλήθος ομιλιών κατά των αιρετικών ενώ, προκειμένου να εμψυχώσει σε δύσκολους καιρούς το λαό της Βασιλίδος των πόλεων συνέταξε προσευχές, τις οποίες η Εκκλησία μας έχει ενταγμένες στα λειτουργικά της βιβλία και αναπέμπει προς τον Κύριο προκειμένου να επιτύχει την αρωγή Του σε δύσκολες περιστάσεις. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ έγραψε, εκτός των αντιαιρετικών ομιλιών και προσευχών και βίους αγίων, όπως του Αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου και του Οσίου Θεοδοσίου Τυρνόβου.

Το τέλος του εμφύλιου σπαραγμού στη βυζαντινή αυτοκρατορία δεν έφερε και την ειρήνη στην επικράτειά της. Η ημισέληνος, ως δρέπανο θανάτου θερίζει τα στάχυα της ορθοδοξίας στα καλλίκαρπα μέρη του Έβρου. Οι Τούρκοι που ήρθαν ως σύμμαχοι του Ιωάννη Καντακουζηνού στα Βαλκάνια, έφτιαξαν ισχυρά προγεφυρώματα στη Θράκη και με έδρα το Διδυμότειχο, την Ανδριανούπολη και τη Φιλιππούπολη κατέστρεφαν την ύπαιθρο χώρα εφαρμόζοντας συστηματικά μέτρα εποικισμού.

Η αντιμετώπιση αυτής της καταστάσεως απαιτούσε τη συνένωση των χριστιανικών δυνάμεων της Βαλκανικής. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ ηγήθηκε μιας αυτοκρατορικής πρεσβείας προς την ηγεμόνα των Σέρβων Ελισάβετ, με αντικειμενικό σκοπό τη συμμαχία των σερβικών και των βυζαντινών δυνάμεων, για να αναχαιτιστεί η Τουρκική επεκτατικότητα στη Θράκη.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης και η συνοδεία του αφού προσκύνησαν στο Άγιο Όρος, έφτασαν στην πόλη των Σερρών στις αρχές Ιουνίου του 1364 μ.Χ. και έτυχαν από την ηγεμόνα των Σέρβων Ελισάβετ επίσημης υποδοχής. Όμως ο Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ ασθένησε από λοιμώδη νόσο και τελείωσε το βίο του απρόοπτα στην πόλη των Σερρών. Η λοιμώδης νόσος πρόσβαλε την υγεία και πολλών μελών από τη συνοδεία του Πατριάρχη με αποτέλεσμα να απλωθεί η φήμη πως, ο Πατριάρχης και η συνοδεία του, δηλητηριάστηκαν από τους Σέρβους. Τη φήμη αυτή ο ιστορικός αυτών των χρόνων Ιωάννης Καντακουζηνός απορρίπτει ως αβάσιμη και ψευδή.

Η θλιβερή είδηση του απρόοπτου τέλους της ζωής του Πατριάρχη διέτρεξε τα όρια της αυτοκρατορίας. Επιτροπές από τα σπουδαιότερα μοναστήρια του Αγίου Όρους και μάλιστα της Λαύρας, ήρθαν στις Σέρρες και ζήτησαν από την Ελισάβετ το σκήνωμα του ιεράρχη προκειμένου να το μεταφέρουν στην μητρόπολη του ορθόδοξου μοναχισμού, το Άγιο Όρος. Η ηγεμόνας των Σέρβων δεν κάμφθηκε από τις παρακλήσεις των μοναχών. Ενταφίασε το άγιο λείψανο του Πατριάρχη σε ταφικό παρεκκλήσι που έκτισε στο προαύλιο του Μητροπολιτικού ναού για να έχει η ίδια και η πόλη των Σερρών την προστασία του.

Ασφαλείς ενδείξεις βεβαιώνουν πως το μεγαλοπρεπές παρεκκλήσι, αριστερά της εισόδου του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού των Αγίων Θεοδώρων, στεγάζει τον τάφο του Οικουμενικού Πατριάρχη Κάλλιστου Α΄.

Για το σύνολο των διδαχών του, τους αγώνες του για την προάσπιση της ενότητας της Εκκλησίας από την ανταρσία και τις κακοδοξίες των δυτικών και τη συμβολή του στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας, η Εκκλησία μας συγκατέλεξε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄ μεταξύ των αγίων της και όρισε η μνήμη του να εορτάζεται στις 20 Ιουνίου.

Ἀπολυτίκιον

῏Ηχος αʹ. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Βασιλίδος ἐδείχθης Πατριάρχης θεόσοφος, καὶ ̔Αγίου ῎Ορους τὸ κλέος, τῶν Σεῤῥαίων θησαύρισμα, τῶν θείων δὲ Χριστοῦ ἡσυχαστῶν ὁ φίλος καὶ συνήγορος ὁμοῦ· διὸ πάντες πάτερ Κάλλιστε ἐν χαρᾷ ὑμνοῦμέν σε κραυγάζοντες· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ ἡμῖν τὰ κάλλιστα.


Πέμπτη 15 Ιουνίου 2023

Αλλαγή Ιεράς Επιστασίας - Ο Ιερομόναχος Στέφανος ο Χιλανδαρινός νέος Πρωτεπιστάτης

 ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ: Ο Ιερομόναχος Στέφανος ο Χιλανδαρινός νέος Πρωτεπιστάτης – Άλλαξε η Ιερά Επιστασία

 


Ο ιερομόναχος Στέφανος από την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου είναι για τον επόμενο χρόνο ο νέος Πρωτεπιστάτης της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους.

Με καταγωγή από τη Σερβία ο π. Στέφανος βρίσκεται αρκετά χρόνια στη Μονή Χιλανδαρίου και έχει υπηρετήσει ξανά στο παρελθόν στην Ιερά Επιστασία, την οποία συμπληρώνουν οι: π. Παύλος από τη Μονή Ξηροποτάμου, γέρων Νικόδημος από την Αγίου Παύλου και ιερομόναχος Παΐσιος από τη Μονή Γρηγορίου.

 


Σύμφωνα με το τελετουργικό νωρίς το πρωί έγινε η συνεδρίαση της Ιεράς Κοινότητας με τον απολογισμό -κυρίως οικονομικό- της απερχόμενης Ιεράς Επιστασίας, με Πρωτεπιστάτη τον π. Χριστοφόρο από την Ιερά Μονή Ιβήρων και ακολούθησε η κατάθεση των συμβόλων, δηλαδή της επιστασιακής ράβδου, των διάσημων του Αγίου Πρώτου και της τετραμερούς σφραγίδας.

Ο αντιπρόσωπος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας -που είναι το πρώτο στη σειρά μοναστήρι- π. Νικόδημος παρέλαβε τη ράβδο, ο αντιπρόσωπος της Μονής Βατοπαιδίου τα διάσημα και οι επόμενες τέσσερις μονές τα μέρη της σφραγίδας.

Ακολούθησε μικρή δέηση στον Ιερό Ναό του Πρωτάτου όπου ο π. Νικόδημος εγκατέστησε τη νέα Ιερά Επιστασία. Μετά την αποχώρηση των επισήμων συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών η Ιερά Κοινότητα για την διανομή των διακονημάτων, λ.χ. τον ορισμό του Αρχιγραμματέα.


Στην εκδήλωση αλλαγής παρέστησαν ο υπηρεσιακός υπουργός Εθνικής Άμυνας, Αλκιβιάδης Στεφανής, ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Παναγιώτης Πικραμμένος, ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας, ο Πολιτικός Διοικητής του Αγίου Όρους, Θανάσης Μαρτίνος και ο αναπληρωτής του, Αρίστος Κασμίρογλου.


Εκοιμήθη ο Γέρων Παύλος ο Καυσοκαλυβίτης



 Εκοιμήθη χθες ο ασκητής Γέρων Παύλος από τα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους.

Πρόκειται για έναν μεγάλο ασκητή της αγιορείτικης ερήμου, εκεί που έζησε για δεκάδες χρόνια . Η καλύβα του στα Καυσοκαλύβια είναι δίπλα από αυτή του Αγίου ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ !

Ο γέροντας του ο Νικάνωρ ήταν πνευματικός αδελφός με τον Όσιο Πορφύριο.

ΠΗΓΗ : ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2023

ΣΗΜΕΡΑ Η ΑΛΛΑΓΗ ΕΠΙΣΤΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

 Σήμερα θα πραγματοποιηθεί στις Καρυές του Αγίου Όρους η τελετή αλλαγής της Ιεράς Επιστασίας. Σύμφωνα με τα θέσμια του Αγίου Όρους κάθε χρόνο την 1η Ιουνίου με το παλαιό ημερολόγιο (14 Ιουνίου με το νέο) πραγματοποιείται η καθιερωμένη τελετή Εγκαθίδρυσης της Ιεράς Επιστασίας.

Πρωτάτο Αγίου Όρους

Την Ιβηρίτικη Επιστασία αναμένεται να διαδεχθεί η Χιλανδαρινή. Η Επιστασία είναι το εκτελεστικό όργανο των αποφάσεων της Κοινότητας και κατά δεύτερον ασκεί τα λεγόμενα δημαρχιακά καθήκοντα. Επίσης, είναι αυτή που έρχεται σε άμεση επαφή με τα όργανα του κράτους , τις υπηρεσίες του κράτους, ενώ καταρτίζει και την Ημερήσια Διάταξη κάθε σύναξης της Ιεράς Κοινότητος.

Ο νυν Πρωτεπιστάτης του Αγίου Όρους, Γέροντας Χριστοφόρος Ιβηρίτης

Οι τετράδες

Οι είκοσι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους διαιρούνται σε πέντε τετράδες, καθεμιά από τις οποίες ασκεί ανά πενταετία για ένα έτος (από 1 Ιουνίου έως 31 Μαΐου του επομένου) την Ιερά Επιστασία.

Οι μονές κάθε τετράδας αποστέλλουν κατ’ έτος από ένα πρόσωπο με τα προσόντα που καθορίζονται και για τους αντιπροσώπους των μονών στην Ιερά Κοινότητα. Οι τετράδες είναι οι εξής:

Α΄ Τετράδα: Μεγίστης Λαύρας, Δοχειαρίου, Ξενοφώντος, Εσφιγμένου

Β΄ Τετράδα: Βατοπεδίου, Κουτλουμουσίου, Καρακάλλου, Σταυρονικήτα

Γ΄ Τετράδα: Ιβήρων, Παντοκράτορος, Φιλοθέου, Σίμωνος Πέτρας

Δ΄ Τετράδα: Χιλανδαρίου, Ξηροποτάμου, Αγίου Παύλου, Γρηγορίου

Ε΄ Τετράδα: Διονυσίου, Ζωγράφου, Αγίου Παντελεήμονος, Κωνσταμονίτου

Το Τυπικό Εγκαθίδρυσης της Ιεράς Επιστασίας

Γίνεται σύναξη της Ιεράς Κοινότητας και ακολουθεί μικρή τελετή, όπου παρίσταται ο Πρωτεπιστάτης αλλά και αυτός που θα αναλάβει Πρωτεπιστάτης. Ακολούθως διαβάζονται τα τέσσερα γράμματα των Μονών που θα αναλάβουν την Επιστασία.

Τα συγκεκριμένα γράμματα αναφέρουν τα πρόσωπα τα οποία οι Μονές, ορίζουν ότι θα αποτελούν την Επιστασία. Οι Ιερές Μονές μάλιστα όταν ο Πρωτοεπιστάτης είναι δικός τους, τότε έχουν άλλον εκπρόσωπο στη Σύναξη καθώς δεν μπορεί ο Πρωτεπιστάτης να είναι και εκπρόσωπος.

Αφού διαβαστούν τα γράμματα, τα οποία ονομάζονται διοριστήρια, ακολούθως εγείρονται οι ευρισκόμενοι επιστάτες και ο Πρωτεπιστάτης ενώπιον της Συνάξεως και εκεί ο δεύτερος αναφέρει το μήνυμα εκ μέρους της Επιστασίας με το οποίο ευχαριστεί συνήθως τους αντιπροσώπους για τη συνεργασία που είχαν καθ ‘όλη τη διάρκεια του χρόνου και ζητούν συγχώρεση για τυχόν παραλείψεις .

Ο απερχόμενος Πρωτεπιστάτης του Αγίου Όρους, Γέροντας Χριστοφόρος Ιβηρίτης 

Στη συνέχεια ο Πρωτεπιστάτης αφήνει την ράβδο επάνω στο γραφείο μαζί με τους χρυσούς σταυρούς που φοράει και τα τέσσερα μέρη της σφραγίδας. Ένα για κάθε επιστάτη. Την μεν ράβδο την παραλαμβάνει ο πρώτος στη τάξη που είναι ο αντιπρόσωπος της Μεγίστης Λαύρας, τον έναν σταυρό από τους τρεις τον παίρνει ο αντιπρόσωπος της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου μαζί με ένα μέρος της σφραγίδας. Τον δεύτερο τον παίρνει ο εκπρόσωπος της Ιεράς Μονής Ιβήρων και τον τρίτο ο εκπρόσωπος της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου. Η σειρά αυτή ορίζεται με βάση την ιεραρχική τάξη των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους.

Ακολουθεί η κάθοδος όλων μαζί στο ναό του Πρωτάτου. Χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες, ψάλλεται το Άξιον Εστί και εισέρχονται στον Ναό. Εκεί η μεν απερχόμενη Επιστασία βάζει μετάνοια στην εικόνα της Παναγίας και στη συνέχεια βάζουν μετάνοια στο μέσον του Ναού για να ζητήσουν συγχώρεση για τα λάθη τους και επιστρέφουν στη θέση τους.


Από την αλλαγή της Ιεράς Επιστασίας το 2022

Ύστερα μπροστά από τον πολυέλαιο παρατάσσονται οι τέσσερις που θα αναλάβουν την Επιστασία. Απέναντι από αυτούς παρατάσσονται οι εκπρόσωποι των τεσσάρων Μονών (Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου, Ιβήρων και Χιλανδαρίου) τους παραδίδουν την ράβδο και τους σταυρούς και τα κομμάτια της σφραγίδας. Ακολούθως ψάλλονται ορισμένα απολυτίκια από τους ψάλτες και αμέσως μετά μιλάει ο πρώτος στην τάξη αντιπρόσωπος της Μεγίστης Λαύρας όπου απευθύνει σύντομη ομιλία προς τα νέα μέλη της Επιστασίας υπενθυμίζοντας τους ποια είναι τα καθήκοντα τους και δίνει τη ράβδο στο νέο Πρωτεπιστάτη.

Αυτή είναι η διαδικασία με την οποία γίνεται η εγκαθίδρυση και τη συνέχεια παραδίδονται τα τέσσερα κομμάτια της σφραγίδας και οι σταυροί. Από την ώρα εκείνη έχει αναλάβει η νέα Επιστασία.

Γίνεται απόλυση στο Ναό και ακολούθως πραγματοποιείται φωτογράφιση στις σκάλες μπροστά από την αίθουσα συνεδριάσεων. Στη συνέχεια ανέρχονται στην αίθουσα όπου ανταλλάσσονται ευχές με τους επισήμους που παραβρίσκονται στην τελετή.

Μετά την αποχώρηση των επισήμων παραμένουν στην αίθουσα μόνο τα μέλη της Ιεράς Κοινότητας και στην πρώτη συνεδρίαση που πραγματοποιείται, μοιράζονται τα διακονήματα όπως για παράδειγμα ποιοι θα είναι οι διακονητές στο ναό του Πρωτάτου, όπως οι ψάλτες, οι εφημέριοι αλλά μοιράζονται και τα διακονήματα που αφορούν την Ιερά Κοινότητα.

Στην ουσία ορίζονται τα διακονήματα των σερδάρηδων. Επίσης στην πρώτη σύναξη ορίζονται και οι γραμματείς. Μετά από αυτό κατευθύνονται στην τράπεζα και αφού αυτή ολοκληρωθεί επιστρέφουν η παλαιά και η νέα Επιστασία στην αίθουσα συνεδριάσεων όπου υπογράφεται το πρωτόκολλο παραλαβής και παράδοσης .


Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΝΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ

 

Αρχονταρίκι Ι.Μ.Αγίου Παύλου

Οι προσκυνητές εντάσσονται οικειοθελώς κατά τη διαμονή τους στο Άγιον Όρος στο πρόγραμμα της μοναστικής ζωής…

καθώς έχουν την ελευθερία επιλογής στο να ακολουθήσουν ή όχι το πρόγραμμά της, που προβλέπει τον χωρισμό της ημέρας σε τρία μέρη τα οποία είναι αφιερωμένα στην προσευχή, την εργασία και την ανάπαυση.

Κατά την άφιξη των προσκυνητών, στο Μοναστήρι που πρόκειται να πραγματοποιήσουν το προσκύνημά τους, την υποδοχή τους αναλαμβάνει ο πυλωρός, ο οποίος είναι ο υπεύθυνος μοναχός που διακονεί στην πύλη της Μονής (θα μπορούσαμε να πούμε ο θυρωρός ή ο φύλακας). Στη συνέχεια ελέγχει τα διαμονητήρια τους τα οποία αποτελούν το απαραίτητα έγγραφα εισόδου των προσκυνητών. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα είδος διαβατηρίου με ορισμένη περίοδο ισχύος.

Ακολούθως, οι προσκυνητές ενημερώνονται από τον υπεύθυνο μοναχό (συνήθως τον Αρχοντάρη) που έχει λάβει το διακόνημα της υποδοχής των προσκυνητών, για το πρόγραμμα της Μονής, δηλαδή για τις ώρες τέλεσης των λειτουργιών, την ώρα προσέλευσης στην Τράπεζα, τις ώρες κατά τις οποίες γίνονται οι εξομολογήσεις από κάποιον πνευματικό της Μονής καθώς και να απαντήσει σε οποιαδήποτε απορία προκύψει σχετικά με τη διαμονή των προσκυνητών.

Όλη αυτή η φιλοξενία και η διακονία των προσκυνητών από τους μοναχούς του Αγίου Όρους γίνεται από ανιδιοτέλεια και παρέχεται δωρεάν κατά την παράδοση του Ορθόδοξου μοναχισμού, καθώς οι προσκυνητές δεν πληρώνουν για τη φιλοξενία τους και οι μοναχοί δεν έχουν κάποιο υλικό όφελος (ακόμη όμως και αν έχουν με τη μορφή κάποιου δώρου -συνήθως τροφίμου- δεν αποτελεί προϋπόθεση) από τη διαμονή των λαϊκών. Η αγιορείτικη φιλοξενία δεν περιορίζεται μόνο στους Ορθόδοξους. Επεκτείνεται στους ετερόδοξους και ακόμη και στους αλλοδόξους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η πρόεδρος του Προαθωνικού Οργανισμού Τουρισμού, κ. Μαρία Πάπα «όλο και περισσότεροι Τούρκοι που επισκέπτονται τη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη, θέλουν να πάνε στο Άγιον Όρος. Το θαυμάζουν, το βλέπουν σαν μοναδικό μνημείο πολιτισμού», ενώ ο τότε (2015) πρωτεπιστάτης Συμεών Διονυσιάτης ανέφερε στην εφημερίδα «Καθημερινή»: «Εμείς δεν εξετάζουμε το θρήσκευμα, δεν κάνουμε διακρίσεις. Καθένας είναι ευπρόσδεκτος εδώ, αρκεί να σεβαστεί τον χώρο».

Το διακόνημα γίνεται με χαρά, με προσευχή, με ταπείνωση και κυρίως με αγάπη καθώς στο πρόσωπο του κάθε προσκυνητή ο μοναχός δεν βλέπει ότι διακονεί απλά έναν άνθρωπο αλλά τον ίδιο τον Θεό όπως πολύ ωραία περιγράφεται και στο γεροντικό από τον Αββά Απολλώ: «Δει ερχομένους τους αδελφούς προσκυνείν ου γαρ αυτούς, αλλά τον Θεόν προσκυνούμεν». Σε αυτό το πνεύμα και ο Όσιος Παΐσιος, όταν δεχόταν τους ανθρώπους και παρά τις ιδιαιτερότητες που είχε ο καθένας, δεν άκουγε απλώς υπομονετικά τα προβλήματα που του εμπιστεύονταν, αλλά με τη διάκριση και την απλότητα που τον διέκρινε έμπαινε βαθιά μέσα στην καρδιά τους και έκανε δικό του τον πόνο, την ανησυχία και το πρόβλημά τους. Μέσω των διακονημάτων θέλει να βρει εφαρμογή η ευαγγελική προτροπή του Χριστού σύμφωνα με την οποία «ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶὃς ἐὰν θέλῃὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν».

Στο σημείο αυτό αξίζει να παραθέσουμε τμήμα ομιλίας που εκφώνησε ο ηγούμενος της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Αρχιμανδρίτης κ. Εφραίμ και από την οποία καταδεικνύεται η ανιδιοτέλεια που προαναφέρθηκε και η ποιμαντική αποστολή του μοναχισμού του Αγίου Όρους. Σύμφωνα λοιπόν με τον γέροντα Εφραίμ:

«[…] τα μοναστικά καθιδρύματα ανήκουν στους προσκυνητές, στον λαό του Θεού. Οι μοναχοί που μένουν σε ένα μοναστήρι είναι οι πρόσκαιροι οικήτορες και διαχειριστές του για κάποιο χρονικό διάστημα, οι οποίοι θα παραδώσουν τον χώρο και το πνεύμα της Μονής στην επόμενη γενεά των μοναχών ως ιερά παρακαταθήκη, για να μπορέσουν αυτοί να τη συντηρήσουν και να συνεχίζουν την παράδοσή της, ώστε να έρχονται και να αναπαύονται οι προσκυνητές».

Η συγκεκριμένη άποψη μπορεί να δώσει μια άλλη οπτική στους προσκυνητές και να θεωρήσουν το μοναστήρι σαν έναν δικό τους τόπο στον οποίο προσέρχονται προσωρινά ώστε να ιαθούν πνευματικά, ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή της αθεΐας και του αποπροσανατολισμού και κατόπιν να λάβουν ως υγιείς το «εξιτήριο» από το πνευματικό νοσοκομείο, το οποίο θα είναι πάντα στη διάθεσή τους όποτε χρειαστεί. Στο ίδιο πνεύμα και ο μακαριστός ηγούμενος της Ιεράς Μονής Διονυσίου, Γαβριήλ, ο οποίος έλεγε ότι ήταν μεγάλο λάθος για τους μοναχούς να παραπονιούνται για τον αυξανόμενο αριθμό των επισκεπτών καθώς κατ’ αυτόν «οι ξενιζόμενοι δεν είναι βάρος αλλά προνόμιο» και γι’ αυτόν τον λόγο η Μονή του μοίραζε τα εισοδήματά της σε τρία μέρη, με το ένα εξ’ αυτών να προορίζεται για τις ανάγκες των προσκυνητών (τα υπόλοιπα για τη συντήρηση των αρχαίων κτηρίων, και την τροφή και τον ρουχισμό των μοναχών).

Το απόσταγμα όμως της ποιμαντικής προσφοράς των αγιορειτών μοναχών δια της φιλοξενίας, πηγάζει από δύο ενδεικτικές περιπτώσεις που θα αναφέρουμε και καταδεικνύουν ακριβώς τη μέριμνα και την αγάπη των αγιορειτών πατέρων. Η πρώτη περίπτωση έχει να κάνει με μια φράση του  κοιμηθέντος (2014) Γέροντα Μωυσή προς τον υποτακτικό του ιερομόναχο Χρυσόστομο. Στην επιμονή του τελευταίου να θέσουν μεσημβρινό ωράριο διακοπής των επισκέψεων, λόγω του μεγάλου όγκου των προσκυνητών που προσέρχονταν στην Ιερά Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος της Ι.Μ. Κουτλουμουσίου, ο Γέροντας απάντησε: «Δεν ξέρουμε τι πόνο μπορεί να έχει ο κάθε άνθρωπος που θα σου χτυπήσει την πόρτα έστω και σε ακατάλληλη ώρα. Εμείς πάντα πρέπει να ανοίγουμε», μη υπολογίζοντας τη σωματική του ανάπαυση παρότι φιλάσθενος, μπροστά στην πνευματική ανάπαυση του συνανθρώπου. Η δεύτερη περίπτωση περιγράφεται από τον κ. Στέφανο Δημόπουλο, πνευματικό τέκνο του Γέροντα Αιμιλιανού., ο οποίος αναφέρει στο βιβλίο του τα εξής: «Θυμήθηκα τον ύπνο του Γέροντός μας Αιμιλιανού. Απορούσαμε πόσες ώρες κοιμάται ο γέροντάς μας, αφού συνέχεια έβλεπε κόσμο. […]. Τη στήσαμε λοιπόν, με ένα φίλο σε ένα μπαλκόνι του ορόφου που ‘ταν η κουζίνα της Σιμωνόπετρας. […] Από εκεί βλέπαμε με βάρδιες τον γέροντά μας, να εξομολογεί και να αναπαύει κόσμο, είκοσι τρείς ώρες το εικοσιτετράωρο». Τα δύο παραπάνω παραδείγματα αναγάγουν την ποιμαντική μέριμνα στα πρότυπα του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος σε μια ιερατική σύναξη των πρεσβυτέρων στην περιοχή της Εφέσου, και περιγράφοντάς τους τη διακονία του στην Εκκλησία τους δίνει το στίγμα της ποιμαντικής:

«ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ἧς ἐπέβην εἰς τὴν ᾿Ασίαν, πῶς μεθ᾿ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην, δουλεύων τῷ Κυρίῳ μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πολλῶν δακρύων καὶ πειρασμῶν τῶν συμβάντων μοι ἐν ταῖς ἐπιβουλαῖς τῶν ᾿Ιουδαίων».

Ο Ποιμένας πρέπει να είναι πλήρους απασχόλησης. όχι μόνον για τις γιορτές και τις επίσημες ημέρες, αλλά για κάθε στιγμή, πρωί, μεσημέρι βράδυ, καθημερινές, γιορτές, στη διδασκαλία, στο κήρυγμα, στο φαγητό, στα πάντα. Έτσι λοιπόν, όπως ο Παύλος δούλευε σαν δούλος επί μία τριετία στην Έφεσο για την Εκκλησιά του Θεού, κατ’ αυτόν τον τρόπο και οι αγιορείτες πατέρες διακονούν τον πάσχοντα αδερφό.

Επίσης, στους προσκυνητές προσφέρεται το διακόνημα της ξενάγησής τους (από τον βηματάρη) στους χώρους της Μονής και της προσκύνησης των αγίων λειψάνων τα οποία για την αγιορείτικη μοναχική συνείδηση, μαζί με τις ιερές εικόνες αποτελούν τον μεγαλύτερο υλικό και πνευματικό θησαυρό του Αγίου Όρους, και αυτό διότι η άκτιστη ενέργεια της θέωσης επεκτείνεται σε όλο το «σώμα του Χριστού» δηλαδή την κοινωνία των αγίων, που είναι η Εκκλησία. Η ενέργεια αυτή παραμένει στα σώματα των αγίων και μετά τον θάνατό τους, κάνοντάς τα πνευματοφόρα, ζωοποιά και πηγή θαυμάτων.

Τα άγια λείψανα εκτίθενται για πνευματική ωφέλεια των προσκυνητών που προσέρχονται στο κάθε μοναστήρι υπό την επίβλεψη κάποιου μοναχού ο οποίος συνήθως εξηγεί και τον τρόπο με τον οποίο περιήλθαν στην κατοχή της κάθε Μονής ή κάνει αναφορά στον βίο του Αγίου ή της Αγίας στον οποίο ανήκουν τα λείψανα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κειμήλια τα οποία είναι στην κατοχή της κάθε Μονής. Στην περίπτωση αυτή κάποιες φορές δεν εκτίθενται όλα τα κειμήλια είτε για λόγους ασφαλείας είτε λόγω ευαισθησίας που μπορεί να έχουν κάποια εξ αυτών λόγω της φθοράς που υπέστησαν με το πέρας του χρόνου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στα πλαίσια της ποιμαντικής φροντίδας προς τις γυναίκες, οι οποίες δεν δύναται να εισέλθουν στο Άγιον Όρος λόγω του αβάτου που ισχύει, οι αγιορείτες πατέρες παρέχουν τη δυνατότητα της προσκύνησης των ιερών λειψάνων και κειμηλίων. Σκάφη που κάνουν τον περίπλου του Αγίου Όρους προσεγγίζουν τους αρσανάδες των Μονών και κάποιος μοναχός κατέρχεται φέρων προς τους προσκυνητές τα κειμήλια για προσκύνηση.

Ένα άλλο διακόνημα που προσφέρεται με αγάπη στους προσκυνητές είναι το διακόνημα του λόγου. Το συγκεκριμένο διακόνημα το αναλαμβάνει είτε ο Αρχοντάρης, είτε κάποιος άλλος μοναχός, είτε ο Ηγούμενος της Μονής. Συνήθως, στις δύο πρώτες περιπτώσεις οι ομιλίες έχουν περιεχόμενο σχετικό με το ιστορικό της Μονής (ίδρυση, κτήτορες, τυχόν καταστροφές, αναφορές σε θησαυρούς κ.λπ.), την ιστορία του Αγίου Όρους κ.λπ., ενώ στην περίπτωση που η ομιλία γίνεται από τον Ηγούμενο της Μονής η ομιλία είναι συνήθως πνευματικού χαρακτήρα με σκοπό την πνευματική οικοδομή των επισκεπτών. Ορισμένες φορές σε συνάξεις συνυπάρχουν προσκυνητές και μοναχοί όταν αυτές οι συνάξεις γίνονται με αφορμή κάποια εορτή. Ως γνωστόν, ο λόγος αποτελεί θεραπευτικό μέσο για την επανάκληση της ανθρώπινης φύσης στο «αρχαίον κάλλος», μέσο ίασης ψυχής και σώματος κατά το ευαγγελικό αίτημα του εκατόνταρχου «εἰπὲ λόγῳ, καὶἰαθήσεται ὁ παῖς μου» και μέσο παραμυθίας των ψυχικά ταλαιπωρημένων ανθρώπων, γεγονός το οποίο δεν θα μπορούσε να παραβλέψει η αγιορείτικη φιλοξενία (κάνοντας χρήση αυτού του μέσου) ώστε να επουλώσει τις πληγές των προσφευγόντων στο Άγιον Όρος.

Ο λόγος αυτός μπορεί να είναι είτε κατηχητικός, μιας και σήμερα η μεγάλη πλειοψηφία των πιστών είναι ανενημέρωτη σε θέματα πίστης αγνοώντας βασικές αρχές που αποτελούν προϋπόθεση για να ανήκει κάποιος σε μια εκκλησιαστική κοινότητα, αλλά και να αντιληφθεί τα δόγματα της Εκκλησίας τα οποία δίδονται αποσπασματικά στον λαό, είτε να είναι ένας λόγος εμπειρικός, απορρέων από τη μοναχική ζωή και εμπειρία αλλά και από τον βίο των Πατέρων που έζησαν και ασκήτευσαν στο Όρος. Υπάρχει όμως και μια ακόμη μορφή λόγου, και ίσως να είναι αυτή που επιζητά στα κρύφια της ψυχής του ο κάθε «πεφορτισμένος» προσκυνητής, ο διακριτικός λόγος. Είναι ο εξατομικευμένος και ιδιαίτερος λόγος που απευθύνεται προσωπικά σε κάποιον προσκυνητή με σκοπό να τον αναπαύσει από κάθε είδους προβλήματα που ενδεχομένως να τον απασχολούν στη ζωή του. Είναι ο λόγος που πολλές φορές αποτέλεσε την αιτία να ξεκινήσει ένα μακρινό ταξίδι προς το Άγιον Όρος για να εκπληρωθεί αυτή η προσδοκία.

Για τον προσκυνητή αυτή η προσωπική επαφή (όπως θα δούμε και στην επόμενη ενότητα) μπορεί να αξίζει κάθε τίμημα ταλαιπωρίας είτε αυτό είναι η οδοιπορία είτε η πολύωρη αναμονή, γεγονός που μας δείχνει την πνευματική ωφέλεια που αποκομίζει κάποιος από το Άγιον Όρος. Το αποτέλεσμα πολλές φορές είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού καθώς πολλές φορές ο άνθρωπος επιστρέφει από το Άγιον Όρος «μεταμορφωμένος», αλλαγμένος και αλλοιωμένος έχοντας βρει τη λύση στο πρόβλημα που τον απασχολούσε μετά από την επαφή του με έναν χαρισματούχο πνευματικό.

Έτσι, μέσω της προσευχής για όλο τον κόσμο, της φιλοξενίας και της διδασκαλίας, ο μοναχισμός προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο, απλόχερα χείρα βοηθείας και ποιμαντικής φροντίδας.