Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

Άγιον Όρος: Ο άγνωστος θησαυρός των οθωμανικών χειρογράφων αναδύεται

 Τα πρώτα έγγραφα της οθωμανικής ιστορίας σώζονται στο Άγιο Όρος και φανερώνουν πως οι Οθωμανοί πήραν τη μοναστική κοινότητα υπό την προστασία τους.

Ο πατήρ Θεόφιλος, αριστερά, ο βυζαντινολόγος Γιάννης Νιέχοφ-Παναγιωτίδης, στο κέντρο και ο Αναστάσιος Νικόπουλος, νομικός και επιστημονικός συνεργάτης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου, ελέγχουν ένα χειρόγραφο στη βιβλιοθήκη της Μονής Παντοκράτορα στο Άγιο Όρος, Βόρεια Ελλάδα , την Πέμπτη, 13 Οκτωβρίου 2022
VIA ASSOCIATED PRESS

Βαθιά μέσα σε ένα μεσαιωνικό οχυρωμένο μοναστήρι στην κοινότητα του Αγίου Όρους, οι ερευνητές για πρώτη φορά αξιοποιούν έναν σχεδόν άγνωστο θησαυρό: χιλιάδες χειρόγραφα της οθωμανικής εποχής, ανάμεσά τους και ορισμένα από τα παλαιότερα του είδους τους στον κόσμο.

Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παντοκράτορος, αφιερωμένη στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος, είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά από τα 20 Μοναστήρια που βρίσκονται στο Άγιον Όρος.

Ιδρύθηκε στα μέσα του 14ου αιώνα από τους βυζαντινούς, πλην όμως Ενετούς πολίτες, αξιωματούχους κατά σάρκα αδελφούς Αλέξιο στρατοπεδάρχη και Ιωάννη πριμικήριο.

Οι βιβλιοθήκες της αυτοδιοικούμενης κοινότητας, αποτελούν μια αποθήκη σπάνιων χειρογράφων σε διάφορες γλώσσες εκτός των ελληνικών, όπως σε ρωσικά και ρουμάνικα.

Πολλά από αυτα τα έγγραφα έχουν μελετηθεί εκτενώς, όχι όμως τα οθωμανικά, προϊόντα μιας κατοχικής γραφειοκρατίας που κυβέρνησε τη βόρεια Ελλάδα από τα τέλη του 14ου αιώνα - πολύ πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 - μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η Χερσόνησος του Άθω έγινε και πάλι ελληνική.

Ο βυζαντινολόγος Γιάννης Νιέχοφ-Παναγιωτίδης, καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, λέει ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε την οικονομία και την κοινωνία του Αγίου Όρους υπό την οθωμανική κυριαρχία χωρίς να συμβουλευθούμε αυτά τα έγγραφα, τα οποία ρύθμιζαν τις σχέσεις των μοναχών με τις κοσμικές αρχές.

«Τα οθωμανικά ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους», είπε στο Associated Press, ο καθηγητής Νιέχοφ-Παναγιωτίδης ο οποίος αποκάλυψε ότι το αρχαιότερο από τα περίπου 25.000 οθωμανικά έγγραφα που βρέθηκαν στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες χρονολογείται από το 1374 ή το 1371 και θεωρείται το αρχαιότερο γνωστό οθωμανικό αρχείο στον κόσμο.

«Τα πρώτα έγγραφα που ρίχνουν φως (για την πρώτη περίοδο της οθωμανικής ιστορίας) σώζονται εδώ, στο Άγιον Όρος», είπε, καθισμένος σε ένα τραπέζι γεμάτο έγγραφα και βιβλία. Τα πιο σπάνια, είναι αποθηκευμένα σε μεγάλα ξύλινα συρτάρια.

Αυτά τα χειρόγραφα περιλαμβάνουν περίτεχνα φιρμάνια ή διατάγματα, τίτλους ιδιοκτησίας και δικαστικές αποφάσεις των Σουλτάνων.

«Η συντριπτική πλειοψηφία αποτελείται από νομικά έγγραφα», είπε ο Αναστάσιος Νικόπουλος, νομικός και επιστημονικός συνεργάτης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου, ο οποίος συνεργάζεται με τον καθηγητή Νιέχοφ-Παναγιωτίδη τους τελευταίους μήνες.

Tα υπό μελέτη χειρόγραφα αφηγούνται μια ιστορία που έρχεται σε αντίθεση με την παραδοσιακή αντίληψη στην Ελλάδα των οθωμανικών λεηλασιών στις κατακτημένες βυζαντινές περιοχές. Οι Οθωμανοί φέρονται να πήραν την αθωνική κοινότητα υπό την προστασία τους, να διατήρησαν την αυτονομία της και την προστάτευσαν από εξωτερικές παρεμβάσεις.

«Τα φιρμάνια των Σουλτάνων που είδαμε στον πύργο... και οι δικαστικές αποφάσεις του οθωμανικού κράτους δείχνουν ότι η μικρή δημοκρατία των μοναχών μπόρεσε να κερδίσει τον σεβασμό των κατακτητών», είπε ο κ. Νικόπουλος. «Και αυτό γιατί το Άγιον Όρος θεωρούνταν κοιτίδα ειρήνης, πολιτισμού... όπου διαφορετικοί λαοί και πολιτισμοί συνυπήρχαν ειρηνικά».

Ο κ. Νικόπουλος τόνισε ότι μια από τις πρώτες ενέργειες του Μουράτ Β’, του Οθωμανού Σουλτάνου που κατέκτησε τη Θεσσαλονίκη το 1430 ήταν η σύνταξη ενός νομικού εγγράφου το ίδιο έτος για την προστασία της κοινότητας.

«Αυτό λέει πολλά. Ο ίδιος ο Οθωμανός σουλτάνος φρόντισε να διατηρηθεί και να διαφυλαχθεί το διοικητικό σύστημα του Αγίου Όρους», πρόσθεσε.

Ακόμη παλιότερα, πρόσθεσε ο καθηγητής Νιέχοφ-Παναγιωτίδης, ο σουλτάνος εξέδωσε εντολή για την αυστηρή τιμωρία για τους εισβολείς στο Άγιον Όρος αφού μια ομάδα επιδρομών-στρατιωτών συμμετείχαν σε μικροκλοπές σ′ ένα από τα μοναστήρια.

«Αυτό που είναι περίεργο είναι ότι οι Σουλτάνοι κράτησαν το Όρος Άθως ως απομεινάρι του Βυζαντίου, ημιανεξάρτητο, δεν το άγγιξαν. Δεν είχαν καν στρατό εδώ. Το πολύ πολύ να είχαν έναν τοπικό εκπρόσωπο που πιθανότατα έμενε στις Καρυές και έπινε τσάι».».

Μια άλλη απροσδόκητη αποκάλυψη, είπε ο Νιέχοφ-Παναγιωτίδης, ήταν ότι για περίπου τους δύο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας δεν έγινε καμία προσπάθεια να επιβληθεί ισλαμικός νόμος στο Άγιον Όρος ή σε κοντινές περιοχές της βόρειας Ελλάδας.

Ο πατήρ Θεόφιλος, ένας μοναχός της μονής του Παντοκράτορος που βοηθά στην έρευνα, είπε ότι τα έγγραφα αποδεικνύουν την ευρύτερη επιρροή του Αγίου Όρους.

«Η μελέτη αυτή φωτίζει επίσης παραδείγματα για το πώς οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν μεταξύ τους, αρχές που είναι κοινές σε όλη την οικουμένη, τους σπόρους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον σεβασμό τους, τη δημοκρατία και τις αρχές της κοινωνικής συνύπαρξης», είπε στο Associated Press.

Το ερευνητικό έργο αναμένεται να συνεχιστεί για αρκετούς μήνες, ακόμη και χρόνια.

«Τι θα μπορούσε να προκύψει μακροπρόθεσμα, θα μπορώ να πω όταν καταλογοποιήσουμε και ψηφιοποιήσουμε όλα τα έγγραφα», είπε ο κ. Νιέχοφ-Παναγιωτίδης. «Προς το παρόν, κανείς δεν ξέρει τι κρύβεται εδώ. Ίσως, ακόμη και παλαιότερα έγγραφα».




Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ


 ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ,ΘΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΜΑΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΙΑΚΟΠΗ ΣΧΕΔΟΝ ΤΡΙΩΝ ΕΤΩΝ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ.

ΕΚ ΤΟΥ Δ.Σ.ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2022

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ

 

Αξιωματούχοι του μακεδονικού αγώνα στο Βατοπαίδι


Είναι γνωστή η συμμετοχή του Αγίου Όρους κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Η Μονή Εσφιγμένου (18η σήμερα στη σειρά των 20 Μονών του Αγ. Όρους), όπως συνέβη το 1821, περιέθαλψε και ενίσχυσε οικονομικά τους Μακεδονομάχους. Ήταν το μοναστήρι υποδοχής κάθε φυγάδα και καταδιωκόμενου.

Ωστόσο τον Νοέμβριο του 1912 ένας βουλγαρικός λόχος κατόρθωσε να εισέλθει στο Όρος και να εγκατασταθεί στη Μονή Ζωγράφου.

Εκατοντάδες χιλιάδες προσφύγων κατέφυγαν στις Νέες Χώρες (τους τόπους που είχαν έλθει στα ελληνικά χέρια μετά τους βαλκανικούς πολέμους), όπου η Αθωνική Πολιτεία είχε αποκτήσει από τον 10ο αι. τεράστια μετοχειακή περιουσία. Οι Αγιορείτες επέδειξαν από την αρχή σημαντική αυτοπροσφορά, προκειμένου να διασωθεί από τη μεγάλη συμφορά ένα υπολογήσιμο μέρος προσφυγικού λαού.

Όμως η έλλειψη στο ζήτημα αυτό κυβερνητικής πολιτικής προκάλεσε δυσκολίες στις ελληνικές Αγιορείτικες Μονές, όπου έφθασαν στην απειλή διεθνούς επεμβάσεως, διότι τα αγιορείτικα Μετόχια που ήθελαν να προσφέρουν οι Αγιορείτες στους πρόσφυγες εμπλέκονταν με τα Μετόχια των Μονών των Σέρβων, των Βουλγάρων και των Ρώσων. Το Άγιον Όρος κινδύνεψε τότε να τεθεί υπό διεθνή Διοίκηση, παρ᾽ όλο που τα ¾ των Μονών ήσαν ελληνικές. Όλα αυτά τα Μετόχια απλώνονταν σε όλη τη Χαλκιδική, τη Μακεδονία και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

Από την άλλη πλευρά οι Αγιορείτες υπερασπίζονταν, επί 10 αιώνες, τα δίκαια των 18 Μονών τους, που σεβάστηκαν βυζαντινοί αυτοκράτορες και Σουλτάνοι· διέθρεψαν μυριάδες γενεών που δεινοπαθούσαν από τις βάρβαρες κατακτήσεις, χωρίς ποτέ να απωλέσουν την κυριότητα της κτηματικής περιουσίας των Μονών τους.

Τώρα όμως η ακτήμονη προσφυγιά ζητούσε “κυριαρχία γης”, έναντι της προγονικής περιουσίας της, που εγκαταλείφθηκε στη Θράκη, στη Μ. Ασία και στον Πόντο με ευθύνη των ελληνικών Κυβερνήσεων. Έτσι υπογράφηκε η “Σύμβαση του Ελληνικού Κράτους με την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους”, με την οποία παραδίδονταν στην Κυβέρνηση, υπό τον τύπον δεκαετούς μισθώσεως, χιλιάδες στρέμματα για την εγκατάσταση και καλλιέργεια από τους πρόσφυγες. Ακολούθησαν διενέξεις μεταξύ των δύο μερών της Συμβάσεως, διότι το ελληνικό Κράτος δεν μπορούσε να είναι πάντοτε συνεπές στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Δημιουργήθηκε έτσι ένα οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα που έφθασε μέχρι των ημερών μας.

Ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε ότι το Άγιον Όρος, του οποίου η Ελλάδα έγινε απόλυτη κυρίαρχος μετά τη συνθήκη της Λωζάννης (1923), επέδειξε και πάλι χριστιανική αγάπη και υποστήριξη προς τους πρόσφυγες, αφού στα 58 προνομιούχα μετόχια των Μονών του Άθω εγκαταστάθηκε ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων, με αποτέλεσμα τη στέρηση σημαντικών προσόδων για τις Αγιορείτικες Μονές. Το 1924 μεταξύ του Υπουργού Γεωργίας Γ. Μπακάλπαση και τριών αντιπροσώπων της Ιεράς Κοινότητας συμφωνήθηκε η μίσθωση των κτημάτων, όπως προαναφέραμε, με χρονική διάρκεια 10 χρόνων.

(Περί της εξελίξεως αυτής της Πράξεως βλ. Ι.Μ. Χατζηφώτης, “Τα Κάστρα της Ορθοδοξίας”, Άγιον Όρος, τόμ. 2ος, σσ. 41-43.



Για το αυτοδιοικούμενο “Περιβόλι της Παναγίας” και την ιστορία των 20 Μονών του, βλ. της ελλογιμοτάτης κας Σοφίας Σφυρόερα, “Άγιον Όρος, το Περιβόλι της Παναγίας”, στη σειρά “Προσκυνήματα της Ορθοδοξίας”, της “Κιβωτού της Ορθοδοξίας”).

Η Εκκλησία της Ελλάδας

Από το βίαιο Βαυαρικό “Αυτοκέφαλο” του 1833, έως τον Μάρτιο του 1923 η Εκκλησία της Ελλάδας, μη έχοντας αυτοδυναμία, παρέμενε υπό τον έλεγχο του Κράτους.

Το 1850, μετά από συντονισμένες ενέργειες του Ιερού Κλήρου της Ελλάδας και του καταξιωμένου θεολόγου του 19ου αι. Κων/νου Οικονόμου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης με τη σύμφωνη γνώμη των Ιεραρχών-Μελών της Ιεράς Συνόδου Κων/πόλεως έστειλε στην Ελλάδα τον “Κανονικό Τόμο”, δια του οποίου η Εκκλησία μας αποκαθιστούσε τις σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και αποκτούσε “Αυτοκεφαλία” σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες. Ανάμεσα σε άλλες διατάξεις ο Τόμος αυτός ανέφερε: 1) Η Εκκλησία της Ελλάδας κηρύσσεται ελεύθερη και ανεξάρτητη, 2) Υπερτάτη εκκλησιαστική αρχή αυτής θα είναι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, η οποία θα συνίσταται από Αρχιερείς, προσκαλούμενους κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας. Πρόεδρό της θα έχει τον εκάστοτε Μητροπολίτη Αθηνών, ο οποίος θα διοικεί τα της Εκκλησίας με βάση τους Ιερούς Κανόνες (τους εκ των Οικουμενικών Συνόδων), ελεύθερα και ακώλυτα από κάθε κοσμική επέμβαση…

Όμως, όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενο μελέτημα, το 1852 επεκράτησαν αντίθετες απόψεις, πιστές στην πολιτειοκρατία της Εκκλησίας, με επικεφαλής τον ιερέα Θεόκλητο Φαρμακίδη, και ψηφίστηκαν στη Βουλή οι νόμοι Σ´ και ΣΑ´, οι οποίοι σχεδόν επενέφεραν την Εκκλησία στον από του 1833 πολιτειοκρατούμενο χαρακτήρα της. Οι επιπτώσεις αυτών των υπό την εποπτεία της Πολιτείας νόμων στα εκκλησιαστικά θέματα, όπως εκλογή ιερέων, θέματα εκκλησιαστικής περιουσίας, διαφύλαξη των Ιερών Μοναστηριών, κινήσεις Επισκόπων και Μητροπολιτών εκ της Μ. Ασίας, εμπόδιζαν την ορθή οργάνωση και αυτονομία της Εκκλησίας της Ελλάδας (1852-1923).

Όμως, λίγους μήνες μετά την εθνική συμφορά, και ενώ χιλιάδες πρόσφυγες κατέκλυζαν την Ελλάδα ζητώντας στέγη και εργασία, η θεία Πρόνοια, την 8η Μαρτίου 1923, έφερε στον Μητροπολιτικό Θρόνο των Αθηνών τον Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο, κατά κόσμον Παπαδόπουλο του Ανέστη (1868-1938). Αμέσως μετά τη χειροτονία του, κατόπιν αποφάσεως της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας και με την έγκριση της Πολιτείας, ο Χρυσόστομος ονομάσθηκε “Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος”.



Ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Χρυσόστομος ο Α´, υπήρξε σπάνια θεολογική προσωπικότητα μεταξύ των πλέον πεπαιδευμένων, ικανών και σοφών Ιεραρχών της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Υιός ιερέως και ανηψιός μοναχού του Αγίου Όρους, καταγόταν από τη Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης. Είχε φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή Αθηνών και στις Θεολογικές Ακαδημίες του Κιέβου και της Πετρούπολης, ασχολούμενος πάντοτε με επιστημονικές μελέτες. Το 1910 η Θεολογική Σχολή Αθηνών του απένειμε το δίπλωμα του επιτίμου διδάκτορος Θεολογίας «ως πολλά και σπουδαία έργα συγγράψαντος».

Το 1911 διορίσθηκε Διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής, διαδεχθείς τον μέχρι τότε Διευθυντή της Ριζαρείου π. Νεκτάριο Πενταπόλεως. Συγχρόνως διορίσθηκε καθηγητής της Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε επί 9 έτη.

Συνέγραψε σε χωριστούς τόμους την Ιστορία των Εκκλησιών της Ανατολής. Για την Ελλάδα: Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου, “Η Εκκλησία της Ελλάδος, απ᾽ αρχής μέχρι του 1934”, τετάρτη έκδοση 2011, Αποστολική Διακονία.

Ο χαρισματικός Χρυσόστομος ο Α´ με καταγωγή από την Ανατολική Θράκη, η οποία τότε είχε περιέλθει στα χέρια των Τούρκων, αφού βίωσε βαθιά πολιτικές και εκκλησιαστικές εξελίξεις, τις προ του 1922, ανέλαβε το 1923 να επαναφέρει την Εκκλησία στην αυτονομία της και τη διοικητική –και κυρίως πνευματική– εξάρτησή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Αμέσως μετά τη χειροτονία του ως Αρχιεπισκόπου ο Χρυσόστομος: 1) Πρότεινε στην Ιερά Σύνοδο να συγκληθεί επίσημα το σύνολο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας για την κατακύρωση της εκκλησιαστικής ειρήνης και κυρίως την αναθεώρηση των διεπόντων την Εκκλησία νόμων. Προς τούτο έπεισε την Επαναστατική Κυβέρνηση να δεχθεί τη σύγκληση της Ιεραρχίας, η οποία συνήλθε την 3η Απριλίου 1923. 2) Έλαβε την ευθύνη αναθεωρήσεως του καταστατικού νόμου και αποφάσισε να καταργήσει τους νόμους Σ´ και ΣΑ´ του 1852, ώστε να καταστήσει την Εκκλησία αυτοτελή, απαλλαγμένη εκ των δεσμών της Πολιτείας.

Ωστόσο τον Δεκέμβριο του 1923 δημοσιεύτηκε το βασιλικό διάταγμα α) του “αριστίνδην” [εκλογή εκ των αρίστων(;)] καταρτισμού νέας Συνόδου και β) με τη συμφωνία της “Επαναστάσεως” το περί “ορίου ηλικίας μεταθέσεως των Μητροπολιτών”. Όμως επεκράτησε η σθεναρά αντίσταση του Αρχιεπισκόπου και των Ιεραρχών στις παρεμβάσεις της Πολιτείας, με αποτέλεσμα να δημοσιευθούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στις 14 Δεκεμβρίου, δύο νέες αποφάσεις της Επαναστάσεως υψίστης σπουδαιότητας:

Η πρώτη καταργούσε τον νόμο ΣΑ´ του 1852 και μαζί του την πενταμελή!! Σύνοδο που ίσχυε από το 1833/1852. Η διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδας ανετίθετο πλέον στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, η οποία θα συνερχόταν μία φορά το χρόνο και κατά τη διάρκεια της απουσίας της θα εκπροσωπείτο από τον Αρχιεπίσκοπο.

Οι υπόλοιπες τροποποιήσεις, ως προς τη διοίκηση της Εκκλησίας, τις οποίες επέφερε ο Χρυσόστομος, εκτίθενται στην 4η Έκδοση (2011) του συγγράμματός του “Η Εκκλησία της Ελλάδος…”, σσ. 216 κ.εξ.




Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, ως αδιαμφισβήτητη Τροφός και Μητέρα όλων των Ελλήνων, ήταν η πρώτη μετά την καταστροφή του 1922, η οποία στα χέρια του πρώτου Αρχιεπισκόπου της, ως ένας αυτοτελής οργανισμός, έγινε παράδειγμα συνετής Διοίκησης, σεβασμού στους Ιερούς Κανόνες, δικαιοσύνης, φιλανθρωπίας και πνευματικής ακτινοβολίας. Τις δυσχέρειες τις οποίες αντιμετώπισε (π.χ. δικτατορία Παγκάλου), τις ξεπέρασε, ώστε να αγκαλιάσει ανενόχλητη το νέο ελληνικό αίμα της Μικράς Ασίας, που δυνάμωσε και καταξίωσε την ύπαρξή της.

Ως προς την αλλαγή του Ημερολογίου, η Επανάσταση αντιμετώπισε αποφασιστικά την εγκατάλειψη του Ιουλιανού (παλαιού) ημερολογίου, που υπολειπόταν κατά 13 ημέρες από το Γρηγοριανό (δυτικό): Επιτροπή από τον Υπουργό Οικονομικών Γ. Κοφινά και μέλη τους Καθηγητές Πανεπιστημίου Δ. Αιγινίτη, Χρυσόστομο Παπαδόπουλο και Αμίλκα Αλιβιζάτο έλαβε αυτή την απόφαση. Όμως η απόφαση αυτή δεν κάλυπτε τον εκκλησιαστικό τομέα. Ωστόσο μετά την επιστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο (Ιανουάριο 1924), το πολιτικό και εκκλησιαστικό ημερολόγιο ταυτίστηκαν τον Μάρτιο του 1924. Η επικύρωση περιλάμβανε την επιφύλαξη, ότι η μεταβολή δεν θα έθιγε το Πασχάλιο και τις εξαρτημένες από αυτό κινητές εορτές.

Η διόρθωση του ημερολογίου συνάντησε αντίδραση πολιτικής χροιάς, η οποία δεν θα είχε σημασία αν δεν παρουσιαζόταν μία μερίδα Αγιορειτών μοναχών, οι οποίοι, αυτοαποκαλούμενοι “Ζηλωταί”, ήλθαν στην Αθήνα και κήρυξαν ότι με τη μεταβολή του ημερολογίου ανατράπηκε η Ορθοδοξία. Οι “Ζηλωτές” σχημάτισαν τη μερίδα των λεγομένων “Παλαιοημερολογιτών”.

Το νέο ημερολόγιο εφαρμόσθηκε σιγά-σιγά από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες πλην των Πατριαρχείων Ιεροσολύμων και Σερβίας.

Στις συγγραφές του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου περιλαμβάνεται και “Η διόρθωσις του Ιουλιανού ημερολογίου εν τη Εκκλησία της Ελλάδος”, Εκκλησία ΙΑ´, 1923, σ. 225.

Ευρύτατος κατάλογος των συγγραφών του Χρυσοστόμου υπάρχει στον τόμο “Η Εκκλησία της Ελλάδος”, σσ. 263-264, σημ. 45.

Ο Χρυσόστομος είχε αρχίσει να συγγράφει από το 1914, ως καθηγητής τότε της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.