Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΝΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ

 

Αρχονταρίκι Ι.Μ.Αγίου Παύλου

Οι προσκυνητές εντάσσονται οικειοθελώς κατά τη διαμονή τους στο Άγιον Όρος στο πρόγραμμα της μοναστικής ζωής…

καθώς έχουν την ελευθερία επιλογής στο να ακολουθήσουν ή όχι το πρόγραμμά της, που προβλέπει τον χωρισμό της ημέρας σε τρία μέρη τα οποία είναι αφιερωμένα στην προσευχή, την εργασία και την ανάπαυση.

Κατά την άφιξη των προσκυνητών, στο Μοναστήρι που πρόκειται να πραγματοποιήσουν το προσκύνημά τους, την υποδοχή τους αναλαμβάνει ο πυλωρός, ο οποίος είναι ο υπεύθυνος μοναχός που διακονεί στην πύλη της Μονής (θα μπορούσαμε να πούμε ο θυρωρός ή ο φύλακας). Στη συνέχεια ελέγχει τα διαμονητήρια τους τα οποία αποτελούν το απαραίτητα έγγραφα εισόδου των προσκυνητών. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα είδος διαβατηρίου με ορισμένη περίοδο ισχύος.

Ακολούθως, οι προσκυνητές ενημερώνονται από τον υπεύθυνο μοναχό (συνήθως τον Αρχοντάρη) που έχει λάβει το διακόνημα της υποδοχής των προσκυνητών, για το πρόγραμμα της Μονής, δηλαδή για τις ώρες τέλεσης των λειτουργιών, την ώρα προσέλευσης στην Τράπεζα, τις ώρες κατά τις οποίες γίνονται οι εξομολογήσεις από κάποιον πνευματικό της Μονής καθώς και να απαντήσει σε οποιαδήποτε απορία προκύψει σχετικά με τη διαμονή των προσκυνητών.

Όλη αυτή η φιλοξενία και η διακονία των προσκυνητών από τους μοναχούς του Αγίου Όρους γίνεται από ανιδιοτέλεια και παρέχεται δωρεάν κατά την παράδοση του Ορθόδοξου μοναχισμού, καθώς οι προσκυνητές δεν πληρώνουν για τη φιλοξενία τους και οι μοναχοί δεν έχουν κάποιο υλικό όφελος (ακόμη όμως και αν έχουν με τη μορφή κάποιου δώρου -συνήθως τροφίμου- δεν αποτελεί προϋπόθεση) από τη διαμονή των λαϊκών. Η αγιορείτικη φιλοξενία δεν περιορίζεται μόνο στους Ορθόδοξους. Επεκτείνεται στους ετερόδοξους και ακόμη και στους αλλοδόξους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η πρόεδρος του Προαθωνικού Οργανισμού Τουρισμού, κ. Μαρία Πάπα «όλο και περισσότεροι Τούρκοι που επισκέπτονται τη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη, θέλουν να πάνε στο Άγιον Όρος. Το θαυμάζουν, το βλέπουν σαν μοναδικό μνημείο πολιτισμού», ενώ ο τότε (2015) πρωτεπιστάτης Συμεών Διονυσιάτης ανέφερε στην εφημερίδα «Καθημερινή»: «Εμείς δεν εξετάζουμε το θρήσκευμα, δεν κάνουμε διακρίσεις. Καθένας είναι ευπρόσδεκτος εδώ, αρκεί να σεβαστεί τον χώρο».

Το διακόνημα γίνεται με χαρά, με προσευχή, με ταπείνωση και κυρίως με αγάπη καθώς στο πρόσωπο του κάθε προσκυνητή ο μοναχός δεν βλέπει ότι διακονεί απλά έναν άνθρωπο αλλά τον ίδιο τον Θεό όπως πολύ ωραία περιγράφεται και στο γεροντικό από τον Αββά Απολλώ: «Δει ερχομένους τους αδελφούς προσκυνείν ου γαρ αυτούς, αλλά τον Θεόν προσκυνούμεν». Σε αυτό το πνεύμα και ο Όσιος Παΐσιος, όταν δεχόταν τους ανθρώπους και παρά τις ιδιαιτερότητες που είχε ο καθένας, δεν άκουγε απλώς υπομονετικά τα προβλήματα που του εμπιστεύονταν, αλλά με τη διάκριση και την απλότητα που τον διέκρινε έμπαινε βαθιά μέσα στην καρδιά τους και έκανε δικό του τον πόνο, την ανησυχία και το πρόβλημά τους. Μέσω των διακονημάτων θέλει να βρει εφαρμογή η ευαγγελική προτροπή του Χριστού σύμφωνα με την οποία «ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶὃς ἐὰν θέλῃὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν».

Στο σημείο αυτό αξίζει να παραθέσουμε τμήμα ομιλίας που εκφώνησε ο ηγούμενος της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Αρχιμανδρίτης κ. Εφραίμ και από την οποία καταδεικνύεται η ανιδιοτέλεια που προαναφέρθηκε και η ποιμαντική αποστολή του μοναχισμού του Αγίου Όρους. Σύμφωνα λοιπόν με τον γέροντα Εφραίμ:

«[…] τα μοναστικά καθιδρύματα ανήκουν στους προσκυνητές, στον λαό του Θεού. Οι μοναχοί που μένουν σε ένα μοναστήρι είναι οι πρόσκαιροι οικήτορες και διαχειριστές του για κάποιο χρονικό διάστημα, οι οποίοι θα παραδώσουν τον χώρο και το πνεύμα της Μονής στην επόμενη γενεά των μοναχών ως ιερά παρακαταθήκη, για να μπορέσουν αυτοί να τη συντηρήσουν και να συνεχίζουν την παράδοσή της, ώστε να έρχονται και να αναπαύονται οι προσκυνητές».

Η συγκεκριμένη άποψη μπορεί να δώσει μια άλλη οπτική στους προσκυνητές και να θεωρήσουν το μοναστήρι σαν έναν δικό τους τόπο στον οποίο προσέρχονται προσωρινά ώστε να ιαθούν πνευματικά, ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή της αθεΐας και του αποπροσανατολισμού και κατόπιν να λάβουν ως υγιείς το «εξιτήριο» από το πνευματικό νοσοκομείο, το οποίο θα είναι πάντα στη διάθεσή τους όποτε χρειαστεί. Στο ίδιο πνεύμα και ο μακαριστός ηγούμενος της Ιεράς Μονής Διονυσίου, Γαβριήλ, ο οποίος έλεγε ότι ήταν μεγάλο λάθος για τους μοναχούς να παραπονιούνται για τον αυξανόμενο αριθμό των επισκεπτών καθώς κατ’ αυτόν «οι ξενιζόμενοι δεν είναι βάρος αλλά προνόμιο» και γι’ αυτόν τον λόγο η Μονή του μοίραζε τα εισοδήματά της σε τρία μέρη, με το ένα εξ’ αυτών να προορίζεται για τις ανάγκες των προσκυνητών (τα υπόλοιπα για τη συντήρηση των αρχαίων κτηρίων, και την τροφή και τον ρουχισμό των μοναχών).

Το απόσταγμα όμως της ποιμαντικής προσφοράς των αγιορειτών μοναχών δια της φιλοξενίας, πηγάζει από δύο ενδεικτικές περιπτώσεις που θα αναφέρουμε και καταδεικνύουν ακριβώς τη μέριμνα και την αγάπη των αγιορειτών πατέρων. Η πρώτη περίπτωση έχει να κάνει με μια φράση του  κοιμηθέντος (2014) Γέροντα Μωυσή προς τον υποτακτικό του ιερομόναχο Χρυσόστομο. Στην επιμονή του τελευταίου να θέσουν μεσημβρινό ωράριο διακοπής των επισκέψεων, λόγω του μεγάλου όγκου των προσκυνητών που προσέρχονταν στην Ιερά Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος της Ι.Μ. Κουτλουμουσίου, ο Γέροντας απάντησε: «Δεν ξέρουμε τι πόνο μπορεί να έχει ο κάθε άνθρωπος που θα σου χτυπήσει την πόρτα έστω και σε ακατάλληλη ώρα. Εμείς πάντα πρέπει να ανοίγουμε», μη υπολογίζοντας τη σωματική του ανάπαυση παρότι φιλάσθενος, μπροστά στην πνευματική ανάπαυση του συνανθρώπου. Η δεύτερη περίπτωση περιγράφεται από τον κ. Στέφανο Δημόπουλο, πνευματικό τέκνο του Γέροντα Αιμιλιανού., ο οποίος αναφέρει στο βιβλίο του τα εξής: «Θυμήθηκα τον ύπνο του Γέροντός μας Αιμιλιανού. Απορούσαμε πόσες ώρες κοιμάται ο γέροντάς μας, αφού συνέχεια έβλεπε κόσμο. […]. Τη στήσαμε λοιπόν, με ένα φίλο σε ένα μπαλκόνι του ορόφου που ‘ταν η κουζίνα της Σιμωνόπετρας. […] Από εκεί βλέπαμε με βάρδιες τον γέροντά μας, να εξομολογεί και να αναπαύει κόσμο, είκοσι τρείς ώρες το εικοσιτετράωρο». Τα δύο παραπάνω παραδείγματα αναγάγουν την ποιμαντική μέριμνα στα πρότυπα του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος σε μια ιερατική σύναξη των πρεσβυτέρων στην περιοχή της Εφέσου, και περιγράφοντάς τους τη διακονία του στην Εκκλησία τους δίνει το στίγμα της ποιμαντικής:

«ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ἧς ἐπέβην εἰς τὴν ᾿Ασίαν, πῶς μεθ᾿ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην, δουλεύων τῷ Κυρίῳ μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πολλῶν δακρύων καὶ πειρασμῶν τῶν συμβάντων μοι ἐν ταῖς ἐπιβουλαῖς τῶν ᾿Ιουδαίων».

Ο Ποιμένας πρέπει να είναι πλήρους απασχόλησης. όχι μόνον για τις γιορτές και τις επίσημες ημέρες, αλλά για κάθε στιγμή, πρωί, μεσημέρι βράδυ, καθημερινές, γιορτές, στη διδασκαλία, στο κήρυγμα, στο φαγητό, στα πάντα. Έτσι λοιπόν, όπως ο Παύλος δούλευε σαν δούλος επί μία τριετία στην Έφεσο για την Εκκλησιά του Θεού, κατ’ αυτόν τον τρόπο και οι αγιορείτες πατέρες διακονούν τον πάσχοντα αδερφό.

Επίσης, στους προσκυνητές προσφέρεται το διακόνημα της ξενάγησής τους (από τον βηματάρη) στους χώρους της Μονής και της προσκύνησης των αγίων λειψάνων τα οποία για την αγιορείτικη μοναχική συνείδηση, μαζί με τις ιερές εικόνες αποτελούν τον μεγαλύτερο υλικό και πνευματικό θησαυρό του Αγίου Όρους, και αυτό διότι η άκτιστη ενέργεια της θέωσης επεκτείνεται σε όλο το «σώμα του Χριστού» δηλαδή την κοινωνία των αγίων, που είναι η Εκκλησία. Η ενέργεια αυτή παραμένει στα σώματα των αγίων και μετά τον θάνατό τους, κάνοντάς τα πνευματοφόρα, ζωοποιά και πηγή θαυμάτων.

Τα άγια λείψανα εκτίθενται για πνευματική ωφέλεια των προσκυνητών που προσέρχονται στο κάθε μοναστήρι υπό την επίβλεψη κάποιου μοναχού ο οποίος συνήθως εξηγεί και τον τρόπο με τον οποίο περιήλθαν στην κατοχή της κάθε Μονής ή κάνει αναφορά στον βίο του Αγίου ή της Αγίας στον οποίο ανήκουν τα λείψανα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κειμήλια τα οποία είναι στην κατοχή της κάθε Μονής. Στην περίπτωση αυτή κάποιες φορές δεν εκτίθενται όλα τα κειμήλια είτε για λόγους ασφαλείας είτε λόγω ευαισθησίας που μπορεί να έχουν κάποια εξ αυτών λόγω της φθοράς που υπέστησαν με το πέρας του χρόνου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στα πλαίσια της ποιμαντικής φροντίδας προς τις γυναίκες, οι οποίες δεν δύναται να εισέλθουν στο Άγιον Όρος λόγω του αβάτου που ισχύει, οι αγιορείτες πατέρες παρέχουν τη δυνατότητα της προσκύνησης των ιερών λειψάνων και κειμηλίων. Σκάφη που κάνουν τον περίπλου του Αγίου Όρους προσεγγίζουν τους αρσανάδες των Μονών και κάποιος μοναχός κατέρχεται φέρων προς τους προσκυνητές τα κειμήλια για προσκύνηση.

Ένα άλλο διακόνημα που προσφέρεται με αγάπη στους προσκυνητές είναι το διακόνημα του λόγου. Το συγκεκριμένο διακόνημα το αναλαμβάνει είτε ο Αρχοντάρης, είτε κάποιος άλλος μοναχός, είτε ο Ηγούμενος της Μονής. Συνήθως, στις δύο πρώτες περιπτώσεις οι ομιλίες έχουν περιεχόμενο σχετικό με το ιστορικό της Μονής (ίδρυση, κτήτορες, τυχόν καταστροφές, αναφορές σε θησαυρούς κ.λπ.), την ιστορία του Αγίου Όρους κ.λπ., ενώ στην περίπτωση που η ομιλία γίνεται από τον Ηγούμενο της Μονής η ομιλία είναι συνήθως πνευματικού χαρακτήρα με σκοπό την πνευματική οικοδομή των επισκεπτών. Ορισμένες φορές σε συνάξεις συνυπάρχουν προσκυνητές και μοναχοί όταν αυτές οι συνάξεις γίνονται με αφορμή κάποια εορτή. Ως γνωστόν, ο λόγος αποτελεί θεραπευτικό μέσο για την επανάκληση της ανθρώπινης φύσης στο «αρχαίον κάλλος», μέσο ίασης ψυχής και σώματος κατά το ευαγγελικό αίτημα του εκατόνταρχου «εἰπὲ λόγῳ, καὶἰαθήσεται ὁ παῖς μου» και μέσο παραμυθίας των ψυχικά ταλαιπωρημένων ανθρώπων, γεγονός το οποίο δεν θα μπορούσε να παραβλέψει η αγιορείτικη φιλοξενία (κάνοντας χρήση αυτού του μέσου) ώστε να επουλώσει τις πληγές των προσφευγόντων στο Άγιον Όρος.

Ο λόγος αυτός μπορεί να είναι είτε κατηχητικός, μιας και σήμερα η μεγάλη πλειοψηφία των πιστών είναι ανενημέρωτη σε θέματα πίστης αγνοώντας βασικές αρχές που αποτελούν προϋπόθεση για να ανήκει κάποιος σε μια εκκλησιαστική κοινότητα, αλλά και να αντιληφθεί τα δόγματα της Εκκλησίας τα οποία δίδονται αποσπασματικά στον λαό, είτε να είναι ένας λόγος εμπειρικός, απορρέων από τη μοναχική ζωή και εμπειρία αλλά και από τον βίο των Πατέρων που έζησαν και ασκήτευσαν στο Όρος. Υπάρχει όμως και μια ακόμη μορφή λόγου, και ίσως να είναι αυτή που επιζητά στα κρύφια της ψυχής του ο κάθε «πεφορτισμένος» προσκυνητής, ο διακριτικός λόγος. Είναι ο εξατομικευμένος και ιδιαίτερος λόγος που απευθύνεται προσωπικά σε κάποιον προσκυνητή με σκοπό να τον αναπαύσει από κάθε είδους προβλήματα που ενδεχομένως να τον απασχολούν στη ζωή του. Είναι ο λόγος που πολλές φορές αποτέλεσε την αιτία να ξεκινήσει ένα μακρινό ταξίδι προς το Άγιον Όρος για να εκπληρωθεί αυτή η προσδοκία.

Για τον προσκυνητή αυτή η προσωπική επαφή (όπως θα δούμε και στην επόμενη ενότητα) μπορεί να αξίζει κάθε τίμημα ταλαιπωρίας είτε αυτό είναι η οδοιπορία είτε η πολύωρη αναμονή, γεγονός που μας δείχνει την πνευματική ωφέλεια που αποκομίζει κάποιος από το Άγιον Όρος. Το αποτέλεσμα πολλές φορές είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού καθώς πολλές φορές ο άνθρωπος επιστρέφει από το Άγιον Όρος «μεταμορφωμένος», αλλαγμένος και αλλοιωμένος έχοντας βρει τη λύση στο πρόβλημα που τον απασχολούσε μετά από την επαφή του με έναν χαρισματούχο πνευματικό.

Έτσι, μέσω της προσευχής για όλο τον κόσμο, της φιλοξενίας και της διδασκαλίας, ο μοναχισμός προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο, απλόχερα χείρα βοηθείας και ποιμαντικής φροντίδας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου