Πέμπτη 1 Ιουνίου 2023

Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

 


Πανίδα του Αγίου Όρους

Στο Άγιον Όρος, σε ότι αφορά την στεριά θα συναντήσει κανείς ελάφια, ζαρκάδια, κουνάβια, αγριογούρουνα, αετούς, γεράκια, κοράκια, γλάρους, και ερωδιούς, και χαμαιλέοντες και πιο σπάνια λύκους. Υπάρχουν ακόμη, πολλών ειδών σαύρες, χελώνες, τρωκτικά, τσακάλια αλλά και η υπόλοιπη πανίδα που απαντάται στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Σε ότι αφορά την θάλασσα, υπάρχουν μέλαινες, μελανούρια, κέφαλοι γοφάρια, σουπιές, οκταπόδια, καλαμάρια, φώκιες, και πολλά άλλα. Η ανυπαρξία βιομηχανιών, συμβάλλει στο να υπάρχουν καθαρά νερά και ένα υγιές περιβάλλον, που να προσφέρει ποικίλα αλιεία.

Είναι αξιοθαύμαστο, το γεγονός ότι η ποικιλία και το μέγεθος του ζωικού βασιλείου στο Άγιον Όρος, είναι ιδιαίτερα σταθερά. Παράδειγμα τεράστιας ποικιλίας, αποτελεί η Μονή Βατοπαιδίου, η οποία είναι γεμάτη από έντομα, ερπετά, χελώνες και σαύρες, αλλά και από πολλά είδη πουλιών (δρυοκολάπτες, πέρδικες, κουκουβάγιες, γεράκια, αετοί, κούκοι, φάσσες, τσαλαπετεινοί κλπ.). Στα ορεινά δασικά μέρη του Βατοπαιδίου, συναντά κανείς αγριόχοιρους, αλεπούδες, τσακάλια, νυφίτσες, λαγούς και σκίουρους. Οι υψηλότερες ζώνες της περιοχής (με υψόμετρο άνω των 500 μέτρων) καλύπτονται από δάση καστανιάς και πλατύφυλλης δρυός, με διάσπαρτες αριές και σφενδάμνους, τα οποία υλοτομούνται. Στις χαμηλότερες και στις παράλιες ζώνες (έως 500 μέτρα υψόμετρο) συναντώνται αειθαλή και πλατύφυλλα δένδρα και θάμνοι, κυρίως πουρνάρια και αριές, ενώ κοντά στην μονή υπάρχουν και καλλιεργημένες εκτάσεις. Οι καλλιέργειες της μονής, μαρτυρούνται από τους βυζαντινούς χρόνους και περιλαμβάνουν είδη απαραίτητα για την λατρεία και για την καθημερινή διατροφή των μοναχών (σιτάρι, λάδι, οίνο, λαχανικά, φρούτα κ.λπ.).

Το Άγιον Όρος, λόγω του ότι είναι γεωγραφικά κοντά στις ακτές της Μικράς Ασίας, συγκριτικά με την υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα, παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην εποχιακή μετανάστευση των πτηνών, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται σημαντικές παρουσίες ακόμη και παραμονές διαφόρων ειδών όλο το χρόνο. Τα ιδιαίτερα ψηλά δέντρα και οι κλειστές συστάδες του δάσους, ωθούν τα ημερόβια αρπακτικά (όπως είναι οι αετοί και τα γεράκια) να διοχετεύονται και να καταλαμβάνουν τις απότομες εξάρσεις του Άθως. Τα ανοδικά ρεύματα του αέρα, διευκολύνουν τη χαρακτηριστική πτήση της αναζήτησης των μεγάλων αυτών αρπακτικών γύρω από τις ορεινές εξάρσεις, ενώ η παράκτια αύρα την συσσώρευση των γλάρων.

Σύμφωνα με τον Βαβαλέκα   παρόλο που το ζωικό βασίλειο είχε πολλές επιλογές να αναπτύξει την κοινωνία του στην αθωνική πολιτεία, αυτό που άλλαξε τα δεδομένα ήταν η ανάγκη για λεπτή ξυλεία, η λειψανδρία και η οικονομική δυσκολία των μονών τον 19ο αιώνα. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και τη γεωργική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα του 1924, οι ανάγκες των μοναστηριών, η μεγάλη ζήτηση του ξύλου της καστανιάς και οι αγροτικές κατασκευές επέφεραν μία πολύ σημαντική αλλαγή στα οικοσυστήματα της Χερσονήσου , . Οι αλλαγές που συνέβησαν, ήταν ότι τα δένδρα της καστανιάς άρχισαν υλοτομούνται, οι καλλιέργειες να εγκαταλείπονται και τα κτίσματα να καταστρέφονται από έλλειψη δυνατότητας συντήρησης. Φυσικά, αυτό είχε επιπτώσεις στην βιοποικιλότητα της περιοχής, η οποία συντηρούνταν μέσω όλων αυτών. Τα ζώα άρχισαν να νιώθουν πίεση σιγά-σιγά, τα περισσότερα θηλαστικά μετακινούνταν για αναζήτηση τροφής και καταφυγίου, με εξαίρεση το αγριογούρουνο, το οποίο αυξανόταν λόγω του ότι δεν είχε πλέον εχθρούς και έτσι αξιοποίησε τη μεγάλη γεννητικότητα, αλλά και το τσακάλι, το οποίο δεν είχε πλέον εχθρούς, όπως είχε νωρίτερα τον λύκο και γέμισε τις σπηλιές και τις χαράδρες. Τα ερπετά μετακινήθηκαν κοντά στις ανθρώπινες δραστηριότητες, ενώ τα πτηνά, που έκαναν την εμφάνισή τους ήταν τα αηδόνια και οι καρδερίνες, τα οποία έβρισκαν καταφύγιο στις πυκνές συστάδες αλλά και οι πετροπερδίκες και τα αρπακτικά που έμεναν στις βραχώδεις πλαγιές.

Παρ’ όλες αυτές τις αλλαγές η Αθωνική πολιτεία, εξακολουθεί να κατέχει μεγάλη ποικιλία από διάφορα είδη ζώων. Όλα όσα συνέβησαν, οδήγησαν την 1η πρώτη καταγραφή της αγιορείτικης πανίδας μόλις το 1996. Στις αρχές του 1997 εντοπίστηκαν 131 είδη πτηνών 37 είδη θηλαστικών 10 είδη αμφίβιων και 14 είδη ερπετών. Υπάρχουν πουλιά αέρος και κορμού, θηλαστικά ημερόβια και νυκτόβια, φώκιες, δελφίνια, ερπετά .

Ειδικότερες πληροφορίες για την κατανομή των ειδών δεν υπάρχουν με εξαίρεση την ορνιθοπανίδα του δάσους της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας από τον ορνιθολόγο Κ. Ποϊραζίδη. Σύμφωνα με αυτή, στα αείφυλλα πλατύφυλλα του δάσους της Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας απαντούν 32 είδη. Εκτιμάται ότι ένας μεγάλος αριθμός από τα είδη αυτά χρησιμοποιεί και τα δάση αριάς, ειδικότερα τις συστάδες εκείνες με διαφοροποιημένη δομή .

1. Ανάλυση ζωικού βασιλείου ανά κατηγορία

Πτηνά: Τα περισσότερα πτηνά είναι ημερόβια, όπως ο άνθρωπος. Είναι τα μόνα από τα σπονδυλωτά που δεν γεννούν μικρά, άλλα αυγά που δεν θέλουν πολύ φροντίδα γαλουχίας και ανατροφής. Τα πουλιά συλλέγουν για τροφή ουσίες με μεγάλη ενέργεια. Τρώνε σπόρους, φρούτα, νέκταρ, σκουλήκια, έντομα τρωκτικά, ψάρια και κάθε τροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες. Ο σκελετός τους, είναι δομημένος με στόχο το σώμα να στηρίζεται στα πόδια και να βρίσκεται κάτω από τα φτερά .  Η περισσότερο πολυάριθμη κατηγορία πτηνών είναι οι Μυγοθήρες. Εκτός από τους Μυγοθήρες, μια άλλη ομάδα πτηνών με σημαντική παρουσία είναι τα αρπακτικά, τα οποία βοηθιούνται πολύ από το ανάγλυφο. Από τα είδη αρπακτικών που υπάρχουν στην Ελλάδα, το 31% μπορούμε να τα βρούμε στο Άγιον Όρος. Άλλα είδη πτηνών που εμφανίζονται είναι, ενδεικτικά: Γλαύκες, Πετροπέρδικες, Παπαδίτσες, Σπουργίτια,  Γεράκια, Χελιδόνια, Κορυδαλλοί, Αλκυόνες, Γλάροι, Ερπετά.

Θηλαστικά: Τα θηλαστικά είναι μία ιδιαίτερη ομάδα που περιλαμβάνει: είδη που ζουν στη στεριά, είδη που ζουν σε ποτάμια και λίμνες, είδη που ζουν στη θάλασσα ακόμη και είδη που έχουν την ικανότητα να πετούν, όπως οι νυχτερίδες. Στην Ελλάδα, υπάρχουν 116 είδη θηλαστικών τα οποία κατανέμονται σε 31 οικογένειες. Εξαρτώνται πλήρως από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, από τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων της γης και των νερών, αλλά και την παραγωγή πολλών ειδών για ικανοποίηση αναγκών αναψυχής.  Από τα θηλαστικά ο λαγός, είναι περιορισμένος σημαντικά εξαιτίας της πυκνής βλάστησης. Το τσακάλι έχει σημαντική πυκνότητα. Η αλεπού και το κουνάβι βρίσκονται στα δάση των πλατύφυλλων. Υπάρχει ο ασβός και η νυφίτσα, που αποτελούν με τη σειρά τους την καλύτερη τροφή για τον μπούφο, την αλεπού και το τσακάλι. Τέλος, υπάρχει και η αγριόγατα, που είναι μονήρης και νυκτόβια και προτιμάει τα μεγάλα δάση πλατύφυλλων.



Ερπετά και αμφίβια: Τα ερπετά και τα αμφίβια σε αντίθεση με τα πτηνά και τα θηλαστικά, έχουν διάφορη θερμοκρασία σώματος. Εξαιτίας αυτού, είναι εξαρτώμενα από τη θερμοκρασία του αέρα και του νερού που την αποθηκεύουν στο σώμα τους ή την αποταμιεύουν από την άμεση ακτινοβολία του ήλιου ή από τις θερμές επιφάνειες. Πολλά φίδια και σαύρες μπορούν να συλλαμβάνουν χημικούς ερεθισμούς από το περιβάλλον με τη βοήθεια της γλώσσας που συχνά είναι διχαλωτή. Τα αμφίβια που ονομάζονται και βατράχια, έχουν πάνω στη γη περισσότερο από 300 εκατομμύρια χρόνια. Εμφανίστηκαν μετά τα ψάρια και πριν από τα σπονδυλωτά. Το δέρμα τους έχει πολυάριθμους αδένες, που εκκρίνουν ένα υγρό, το οποίο τους επιτρέπει να αναπνέουν επιδερμικά, κυρίως κατά τη χειμερινή νάρκη. Τα αμφίβια διαθέτουν λιγότερο αναπτυγμένο εγκέφαλο από τα ερπετά, ενώ η γλώσσα τους είναι ιδιαίτερα μαλακή και ευέλικτη, ώστε να χρησιμεύει στη σύλληψη των εντόμων. Από τα αμφίβια παρατηρήθηκε η παρουσία της σαλαμάνδρας, του τρίτωνα, του εερματοτρίτωνα , του χωματόδρομου, το  πρασινόφρυνου, του κιτρινογάστορα, που αναποδογυρίσει όταν κινδυνεύει, του δεντροβάτραχου, του ευκίνητου βάτραχου, και του λιμνοβατράχου. Στην Ελληνική πανίδα υπάρχουν 16 είδη αμφίβιων και 58 είδη ερπετών.  Από τα ερπετά, έντονη είναι η παρουσία της οχιάς στο ανατολικό άκρο της Χερσονήσου, όπως και του λαφιάτη, που αναρριχάται καλά και θεωρείται από τα μεγάλα φίδια μαζί με το μαύρο με το μικρό κεφάλι, που ζει στις βραχώδεις ανοιχτές εκτάσεις. Το σπιτόφιδο με μυτερό κεφάλι και κίτρινο ή χωματί χρώμα σώματος σε βραχώδεις ηλιόλουστες θέσεις κάτω από τα 500 μέτρα υψόμετρο . Στα 14 καταγεγραμμένα είδη ερπετών, τα προστατευόμενα είναι τα εξής: Νεροχελώνα (2 είδη), Ονυχοχελώνα, Πρασινόσαυρα, Σπιτόφιδο, Νερόφιδο, Λαφιάτης, Όχιά, Αμφίβια. Από τα 10 αμφίβια, τα προστατευόμενα είναι τα εξής: Σαλαμάνδρες, Τρίτωνες, Κιτρινογάστορες, Δενδροβάτραχοι, Ευκίνητοι βάτραχοι, Ρυακοβάτραχοι.

2. Απειλούμενα και προστατευόμενα είδη

«Από τα 131 είδη πτηνών σύμφωνα με τον Καρανδεινό (1992 , σελ 356), 13 εμφανίζονται ως τρωτά, 6 ως κινδυνεύοντα, 3 ως σπάνια και 3 ως ανεπαρκώς γνωστά. Από τα 131 είδη, το 47% είναι μεταναστευτικά, ενώ το υπόλοιπο 53% παραμένει στο Άγιον Όρος σε όλη τη διάρκεια του έτους. Εκ των 131 ειδών η εμφάνιση ενός θεωρείται τυχαία, ενώ 39 περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ (Βαβαλέκας 1997). Από τα 37 είδη θηλαστικών σύμφωνα με τον Καρανδεινό (1992) τα 11 είναι τρωτά, 8 είδη αναφέρονται ως κινδυνεύοντα και ένα είδος είναι σπάνιο ενώ 9 είδη εμπίπτουν στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Από τα 14 είδη των ερπετών τα 10 περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, ενώ και τα 8 αμφιβίων περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ της ίδιας οδηγίας» .


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου