14 Νοεμβρίου ημέρα μνήμης για τον Χαλασμό της Κασσάνδρας το 1821.
Αφήγηση για τα γεγονότα του Χαλασμού της Κασσάνδρας 1η με 14η Νοεμβρίου 1821. "Χρονικά της Χαλκιδικής" τεύχος 25-26.
Στο σημείο αυτό διηγείται η γυναίκα (Γαλάνο) στον άνδρα της (Γιάννη Καραγιαννιό) τον τρόπο της σωτηρίας αυτής και του παιδιού της.
" Το βράδυ απο πατήθη η Κασσάνδρα,ξημέρωμα των Αγίων Αναργύρων, ήρθαν παλικάρια απο την Ποτίδαια (Πόρτες) και ειδοποίησαν ότι μας πάτησαν οι Τούρκοι την Κασσάνδρα, να φύγει το γυναικόπαιδο γρήγορα,να μην φθάσει ο εχθρός και δε θα αφήσει γλώσσα. Αναστατωθηκε όλη η Άθετο.Λέγει ο πατέρας μου: "Κορίτσια, γρήγορα πάρτε τι μπορείτε και να φεύγουμε". Λέγει η μητέρα μου: "10 λεπτά, ίσως και να φανεί και ο Γιάννης". Αλλά εσύ πήγες στα πάνω χωριά της Κασσάνδρας. Μετά ξεκινήσαμε. Ήταν και άλλες οικογένειες στην ακροθαλασσιά. Φθάσαμε στο Παζαράκι στα χαράματα, εκείνη την ώρα φοντάρισε ένα καΐκι Γλωσσιωτικο. Ήθελε να πάρει γέννημα απο το Παζαράκι. Με αυτο φύγαμε 40 οικογένειες. Μάλιστα ήταν και δύο γέροι, Ο γερο Κατσιάνης και ο γέρο Σαρίκας. Τους λέει ο καπετάνιος: "Καθήστε, ρε γέροι... Εσάς δεν σας πειράζουν οι Τούρκοι".
" Δεν μας πειράζουν, καπετάνιε; Θα μας γδάρουν ανάτριχα..." Άρχισαν οι γέροι να δακρύζουν. Τους λέει ο καπετάνιος: "Μπάτε μέσα".
Ξεκινησε το πλοίο. Είχαμε μαϊστράκι καλό. Μόλις περάσαμε το ακρωτήριο της Κασσάνδρας, λέγει ο γέρο Κατσιάνης: " Βρε παιδιά να μάσουμε λίγα γρόσια, να δωσουμε στον καπετάνιο". Έβγαλε τη σκούφια του ο γέρο Κατσιάνης, και τους λέγει: " Παιδιά όποιος έχει γρόσια... όποιος δεν έχει, δεν είναι ντροπή...". Έμασε ο γέρο Κατσιάνης 500 γρόσια. Τα δίνει τον καπετάνιο και του λέγει: " Θα μας πάς, καπετάνιε, στην Σκόπελο. Η μάνα μου ήταν Σκοπελιτσα και εχω συγγενείς στην Σκόπελο".
Άκουσε ο γέρο Σαρίκας: " Τι λές, ρε; Θα πάμε στην Σκόπελο; .... έχεις και άλλο μυαλό;".
Τσακώθηκαν οι γέροι. Τους λέγει ο καπετάνιος: " Ακούστε, γέροι. Για να πάμε στην Σκόπελο, θέλει 14 ώρες και βάλε και εάν είναι ο καιρός καλός. Ενω για το Άγιον Όρος, με τρείς ώρες βγαίνουμε. Το απόγευμα θα βγούμε. Να γυρίσω και εγώ να σώσω και άλλον κοσμάκη".
Ο γέρο Σαρίκας αφού έγινε ο λόγος του από τον καπετάνιο, έβγαλε το σκουφοσαρικι του και το βάρεσε πάνω στην κοβέρτα. Ο γέρο Κατσιάνης πειράχθηκε.
" Τι, ρε, βάρεσες το σαρικι σου στην κοβέρτα;".
Λόγου επι λόγου τσακώθηκαν στα χέρια. Τους λέγει ο καπετάνιος: " Για, καθήστε καλά ρε γέροι... να μην πάρω το μικρό το κουπί και σας κανονίσω...".
Ντράπηκαν και ησύχασαν. Μετά βγήκαμε στον αρσανά της Αγίας Άννας. Τα πλησίον μοναστήρια, είδαν το γυναικόπαιδο, έστειλαν 6 πατέρες να εξετάσουν τι γυναικόπαιδο είναι αυτό. Ήρθαν οι Πατέρες και σταμάτησαν 15 μέτρα μακριά και λέγουν:" να έρθουν δύο γέροι να τους μιλήσουμε". Πήγε ο γέρο Κατσιάνης με το γέρο Σαρίκα. Τους λένε: " Ευλογειτε, Πατέρες, την ευχή σας".
" Ο Θεός να σας ευλογήσει, και η ευχή του Χριστού. Τι είναι εδώ;".
" Έλεος, Πατέρες, σωτηρία. Λουμπούτ πασάς ψές μας πάτησε την Κασσάνδρα και έδωσε διαταγή στο ρεντιφ ασκέρι να μην αφήσουνε ζωντανή ψυχή μέσα στην Κασσάνδρα, ούτε κόκορας να λαλήσει. Εμείς, τυχαίως ένα καΐκι Γλωσσιωτικο ήρθε στο Παζαράκι να πάρει γέννημα, και αυτό μας έφερε, 40 οικογένειες. Τώρα, άν μας δεχθεί η χάρις του Αγίου Όρους και η χάρις της Παναγίας, καλως. Και άν δεν μας δεχθεί, θα πέσουμε στην θάλασσα να πνιγούμε".
" Θα σας δεχθεί το Άγιο Όρος".
" Ευχαριστούμε Πατέρες. Την ευχή σας".
" Θα πάμε στην Αγία Άννα. Έχει οικήματα αρκετά να στεγαστειτε και εμείς, τα μοναστήρια θα σας φέρνουμε τρόφιμα".
" Ευχαριστούμε, Πατέρες".
Απου λες Γιάννη μου, καθήσαμε 4 χρόνια στην Αγία Άννα. Απο την Αγια Μεγίστη Λαύρα μας φέρνανε άφθονα τρόφιμα. Η Αγια Λαύρα έστειλε ένα έγγραφο: Όσα νήπια είναι αβάπτιστα, να τα φέρουν στας 7 Ιανουαρίου, έχομε εξωκλήσι τον Άγιον Πρόδρομον, να τα βαπτισωμε. Αυτό το έγγραφο εστάλη σε όλα τα γυναικόπαιδα. Εκείνη την ημέρα με τις αδερφάδες μου και με τη νουνά μας, πήγαμε και μεις τον Θανασάκη. Εκείνη τη στιγμή πήγαμε 4 μικρά. Μόνον ο Θανασάκης ήταν παιδί( αγόρι), τα άλλα τα 3 ήταν κοριτσάκια. Μέσα σε ένα νερό τα βάφτισαν και τα τέσσερα. Πρωτο βάλανε το Θανασάκη. Ο Πάτερ ηγούμενος μίλησε:
" Το παιδί θα κληθεί το όνομα Αθανάσιος". Η νουνά μας δέχτηκε το όνομα και το φώναξε: Αθανάσιος.
Δε μου λές Γαλάνου μου, τους δικούς μου τους γονείς και τας 2 αδερφάδες μου μην τους είδες ή μην άκουσες τι γίνανε αυτοί;
Αυτοί, Γιάννη μου, δεν πρόκαμαν να φύγουν και τους χάλασαν οι Τούρκοι στη Χρούσου".
Τ’ έχεις καημένε κόρακα και σκούζεις και φωνάζεις,
μην εδιψάς για αίματα, μην εδιψάς για λάσια;
Πέρασε απ’ τα Κύψελα κι απ’ την Απάνω Χώρα
και σύρε στο Παλαίκαστρο.
Εκεί ‘ναι τα αίματα, εκεί ‘ναι και τα λάσια.
Και το άλλο:
Κακό μεγάλο έγινε στη Χρούσω της Παλλήνης,
κακό μεγάλο έγινε, καταστροφή μεγάλη,
κλαίγαν μανάδες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
Σύνδεσμος Φίλων Λαογραφίας και Παράδοσης Αφύτου